Το πρωινό το πούσι δε βοηθάει
να καθρεφτίσω την ορμήνια του ουρανού
μέσα στα κύματα της θάλασσας του νου
και ακατάληπτη στα σύννεφα πετάει!
Αδίκως μου φωνάζει ότι φεύγει ο καιρός
δεν θέλω να ακούσω, δεν μπορώ, τι σημασία
έχει, αφού στα λόγια του δεν έδωσα αξία?...
άραγε αυτά που λέω τα ακούει ο ουρανός?
Μα ο άνεμος που φύσηξε φανέρωσε τις λέξεις
πάνω στα κάτοπτρα της γης και κράζουν την αλήθεια:
«οι μέρες σου περάσανε κι εσύ από συνήθεια
αγνοείς πως έρχεται η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις
σε ποιο ουρανό θα λυτρωθείς, σε ποιο ουρανό θα ψάξεις».
Με το κεφάλι μου σκυφτό παράταση μου δίνω
και μουρμουράω ο αφελής το άλλοθι εκείνο
που λέει: «τον κόσμο δεν μπορείς όσο κι αν θες ν’ αλλάξεις…»
και έχοντας στα χείλια μου τα λόγια του προδότη
-Ιούδας είμαι και Ιησούς του εδικού μου κόσμου
γεννήτορας, διαφεντευτής και δικαστής δικός μου-
στου αλέκτορος τη λαλησιά, αποτολμώ, την πρώτη
να κλάψω… μα τα δάκρυα μάταια τη γη ποτίζουν
αφού η μετάνοια αυτή έρχεται στο «κατόπιν»
(πλένοντας τα ανομήματα από τη μίαν όψιν).
Η προδοσία έμεινε κι οι ουρανοί φροντίζουν
να με ορμηνεύουν. Μα αντί να τους ακούσω, βρίζω!
Κι έπειτα με το δάκρυ μου τη λάσπη καθαρίζω!