Η πόρτα που τρίζει
Όλα μου μοιάζουνε σωστά, μονάχα η πόρτα τρίζει
το ξύλινο το κλάμα της σαν κάτι να θυμίζει
είναι μυστήριο σύμβολο, είν’ ένα ξένο νεύμα
φταιν τα ανοικτά παράθυρα, φυσά και φέρνει ρεύμα
τα νεύρα σου τα οξύθυμα το σφύριγμα της απαιτούν
να σιωπήσει δια παντός κι έτσι το απωθούν
σε σκοτεινές, σχεδόν βουβές, του υποσυνείδητου γωνίες
για να μη δραπετεύει ο νους σ’ ανούσιες ασχολίες
Η πόρτα και αν γέρασε, δε θα τηνε ξηλώσεις…
Κι ας μάζεψε τόση σκουριά απάνω στις αρθρώσεις…
Η γκρίνια τής εντείνεται, τι λες λοιπόν να κάνεις;
Καλύτερα αδιαφόρησε, μη κάτσεις να πεθάνεις
Δουλειές στη μέση μην αφήνεις, να είσαι τυπικός
όταν τελειώσεις πια θα ‘ρθεί της πόρτας ο καιρός
Κλείσ’ το παράθυρο να μη χτυπά, είναι αρκετό προς το παρόν
Δε σπαταλιούνται οι σοβαροί σε σκέψεις αφελών
Την πόρτα πια δε την ακούς, όπως χτυπά τον τοίχο
Πιο γνώριμα όλα ακούγονται μες του τριγμού τον ήχο
Μα το βερνίκι έφυγε, ξεθώριασε το χρώμα
Φθαρμένη όπως στέκει πια, γιατί να υπάρχει ακόμα;
Είναι εικόνα δυνατή, στο νου φέρνει το χρόνο
Μα κι ένα έγκλημα ειδεχθές, ενός ονείρου φόνο.
Που πήγε αυτό που μίλαγε στη νεανική καρδιά μας;
Κρύφτηκε στις ρυτίδες μας ,στα γκρίζα τα μαλλιά μας;
Νοητά παράθυρα έκλεισα για να μη μπαίνει αέρας
Όταν ένιωσα να ‘ρχεται της νιότης μου το πέρας
Στην ασφυξία το μυαλό αδίκως πλέον ελπίζει
Και μπρος μου στήνει διαρκώς την πόρτα αυτή που τρίζει