Ο κύριος Χάμιλτον καθότανε σε μια γωνιά,
αμίλητος και αγέλαστος κοιτάζει το ποτήρι.
Πώς θέλει να το πιει,με μια γουλιά...
κανείς μας δεν τον πρόσεξε και πίνει ξεροσφύρι.
Ο κύριος Χάμιλτον κομπάρσος της ζωής,
θαμώνας και φιλόσοφος σε βραδυνά ταξίδια.
Καπνίζοντας και πίνοντας από νωρίς,
το βλέμμα μου σταμάτησαν τρία μικρά στολίδια..
Τρεις πράσινες μπάλες,ξεχασμένες απ'το χθες,
πεσμένες από έλατο,πριν χρόνια,Χριστουγένων.
Ήταν,από τις τελευταίες γιορτές,
που πέρασε ο Χάμιλτον σε σπίτι αγαπημένων...
Όλοι τον χλευάζαμε,μ'αυτός απάντηση καμμιά,
μες στη σιωπή του χώραγε,ολόκληρο τον πόνο.
Καμμιά φορά μας ζήταγε,με την βραχνή μιλιά,
να πάψουμε αφήνοντας τον μόνο...
Θυμάμαι που τραγούδαγε για αγάπες του παλιές,
παρέα με μια ξεκούρδιστη,καιρό τώρα,κιθάρα..
και έλεγε πως το πιοτό,και οι ξανθιές,
πως είναι για την ράτσα μας η πιο γλυκειά κατάρα..
Μα εδώ και χρόνια,είναι άδεια αυτή η γωνιά,
δεν έχει πια του κύριου Χάμιλτον το χρώμα.
Πού πίνοντας,την τελευταία του γουλιά,
για πάντα αποκοιμήθηκε στο ξύλινό του στρώμα.
Τελειώσανε τα βάσανά σου φίλε αν μ'ακούς,
εμείς για σένα ήμασταν η πιο σκληρή κατάρα..
Και τώρα ίσως τραγουδάς στους ουρανούς,
ποιος ξέρει?Ίσως κούρδισες και την κιθάρα,
ποιος ξέρει...ίσως κούρδισες και την κιθάρα.