Μεταναστευτικό οδοιπορικό.
Χρόνια στον Στρυμώνα
χόρτασα χειμώνα,
κάπου στην Ηράκλεια
σ΄ένα φτωχικό.
Έμπαινε τ΄ αγιάζι
μέσα απ΄το πρεβάζι
και από την πόρτα μου
σφύριζε ο βοριάς.
Φύσαγα τις χούφτες μου
κι έτριβα τα χέρια,
μέσα από τα χνώτα μου
για να ζεσταθώ.
Οι γονείς μου φύγανε
το εξήντα τρία,
μόνη μου αφήσανε,
πήγαν για δουλιά.
Διάβαζα τα γράμματα
με πολύ απληστία,
κι έλεγα στην θεία μου,
τι ΄ναι ξενητειά,
κι αν μ΄ ένα ποδήλατο
πας στην Γερμανία
ή με ποδαρόδρομο,
αν είναι κοντά.
Φέτα ζαχαρόνερο
και ψωμί μπομπότα,
μέλι τα Χριστούγεννα
και τη Πασχαλιά.
Γεωγραφία έμαθα
το εβδομήντα τρία
και από τη μάνα μου,
τί ΄ναι ξενητειά.