Θυμάμαι ένα φεγγάρι ολόγιομο, του δεκαπενταύγουστου, την άσφαλτο σαν ποτάμι ολόχρυσο να φωτίζει με σβηστά φώτα πάνω στο μηχανάκι καθώς πήγαινα… Και στη θάλασσα στο βάθος, το μονοπάτι του να φτιάχνει.. Που τη στράτα του με καλούσε να διαβώ..
Μα τα άναβα τα φώτα σαν ερχόταν απ’ απέναντι αυτοκίνητο.. Για να μη φοβηθεί ο ανυποψίαστος οδηγός έλεγα.. Αν και στο βάθος και τότε ήξερα πως για μένα το έκανα.. Μια και ένιωθα πως είχα δρόμο ακόμα, προτού του φεγγαριού το μονοπάτι να πάρω..
Τα χρόνια πέρασαν, μηχανή έγινε το παπί.. Κι ακόμα είναι φορές που εκείνο το φεγγάρι τη μου στοιχειώνει.. Στα μονοπάτια του σειρήνες με καλούν.. Μα εκείνο το δρόμο στο νησί, χρόνια πολλά έχω να πάρω..
Για το φίλο σου, για τον Αλέξη, για την Αμαλία, για το Γιάννη (φίλος ενός φίλου μου), όπως και για όσους στα δικά τους μονοπάτια περπατάνε, εύχομαι να τους παν εκεί που ‘θεν..
Εκεί που η ψυχή τους να διαβαίνει λαχταρούσε..
Και για μας το ελπίζω, σαν η ώρα εκείνη έρθει..
Καλό ξημέρωμα..