Έφυγες και είμαι μοναχός
νιώθω να μην έχω πια πατρίδα
του πελάγους είμαι ναυαγός
χωρίς της σωτηρίας τη σανίδα
σύντροφός μου ο αναστεναγμός
καθώς γεμίζω λέξεις τη σελίδα
Έφυγες και δε θα ξαναρθείς
μα θα σε θυμάμαι όπως σε είδα
νύχτα του Απρίλη να ανθείς
από της ψυχής μου την αχτίδα
δε σου μέλλεται να μαραθείς
θα ‘χεις την αγάπη μου για ασπίδα
Έκανα τα χέρια μου εκκλησιά
μέσα τους να βρίσκεις την ελπίδα
να ‘ρχεσαι εδώ για ζεστασιά
όταν σε χτυπά η καταιγίδα
να σε πάει στου ονείρου τα νησιά
των χεριών μου η στέρεη αψίδα