Στητός, στερεωμένος σ’ έναν τοίχο
λες και φοβάσαι κάποιο χτύπημα στην πλάτη
πάει καιρός που έτρεχες καβάλα στο άτι
συνεπαρμένος απ’ του πόλεμου τον ήχο
Ακουμπισμένη η ασπίδα παρά πόδα
που αμέτρητες φορές σε είχε γλιτώσει
αλλίμονο, πώς έχουν μαραζώσει
τα τρία άλικα του θυρεού σου ρόδα
Σκουριάζει το σπαθί μέσα στη θήκη
της δόξας σου το μέγα απομεινάρι
μα το κρατάς σφιχτά κανείς να μην το πάρει
ας είναι άχρηστο, ακόμα σου ανήκει
Κέλυφος άψυχο και άδειο η πανοπλία
μες στο μουσείο τώρα στέκει μόνη
από ψηλά σαν την κοιτάς το βλέμμα σου θολώνει
και νοσταλγείς τα περασμένα μεγαλεία