Κάποτε γνώρισα μια νέα,
ψηλή, αγέρωχη, μοιραία.
Ήταν τυφλή μα προικισμένη,
του θάρρους μάνα κι ερωμένη.
Εγκυμονούσε την υδρόγειο
σ’ ένα διαμέρισμα υπόγειο
και κράταγε λογαριασμό
σ’ ένα παλιό ημερολόγιο.
Άλλους τους φόβιζε,
κάποιοι τη λάτρεψαν
και με τον κόρφο τους
κρυφά την πάντρεψαν.
Παντού υπήρχε,
κρυφά ανάσαινε,
και σ’ όποιον χώραγε
μέσα του βάθαινε.
Πόσο φοβάμαι το τόσο δέος σου
και ας γνωρίζω το μέγα χρέος σου!
Δική μου γίνε, κύλα στο αίμα μου,
κρυφά κατάπιε το κάθε ψέμα μου.