Τα καλοκάγαθα αγγελούδια τα φοβάμαι,
μου μοιάζουν μέδουσες, πανάρχαια φρικιά.
Σαν τις γυναίκες που αγαπιούνται μ’ όποιον να ‘ναι,
και το ίδιο εύκολα χάνονται μετά.
Της Αριάδνης το κουβάρι ξετυλίγω,
και την ψυχή μου λίγο λίγο, του περνώ.
Εκείνο θα μείνει όταν πια εγώ θα φύγω.
κι άμα γυρίσω, θα είναι εδώ.
Έλος με τέρατα θυμίζει κάθε τι μου,
στην μέση αυτόχειρας εγώ διαιτητής.
πια δεν ελέγχω τη ζωή και το κορμί μου,
μόνος, απρόσωπος της πόλης μαθητής.
Δες με σου γνέφω σ έναν κώδικα γνωστό
δυο τρία λόγια κλείνοντας σου και το μάτι
πια δεν βαρέθηκες να θρέφεις τον σακάτη ;
έλα και μίλα μου γουστάρω να σε δω.
Καθένας θέλει τη ζωή να την κλειδώσει,
σ΄ ένα κελί να την χαρεί μόνο αυτός.
Την εξοφλώ λοιπόν την τελευταία Δόση
ξέρω ποιος είναι ο σκοπός .
Να μην μασάς, να συνεχίζεις κι ας φοβάσαι.
Να μην χαρίζεις την ζωή σου κανενός.
Φτιάξε λοιπόν το παραμύθι σου και μείνε.
κόντρα στην εποχή, απλά εσύ αγνός
μπραβο φιλε μου,ειναι πολυ μελωδικο και καλο.