Σεπτέμβρης και ανέτειλε του Αυγούστου το φεγγάρι
ποιο σύννεφο το κράτησε, δεν θα το πει κανείς
η χθεσινή σου άρνηση με είχε συνεπάρει
έφτασε γλυκοχάραμα, κι ακόμα να φανείς
ότι κι αν είχα να σου πω, τα κράτησα βαθιά μου
φτερά θα ’ταν τα λόγια μου, θα τα ’παιρναν καιροί
τα άρματά μου ψεύτικα, χάρτινα τα σπαθιά μου
κι η φλόγα της αγάπης μου μισόσβηστο κερί
απ’ τα χρυσά πεντόβολα δεν κράτησα κανένα
όσο κι αν αντιφέγγιζαν με λάμψη αστραπής
μα απ’ τα φιλιά σου τ’ άλικα κράτησα μόνο ένα
το πιο γλυκό κι ολόδροσο, το αντίο πριν μου πεις
για το αύριο δεν ρώτησα, αν είχε αγναντέψει
το άγιο το φεγγάρι σου, μες στους εφτά ουρανούς
φοβόμουν μη μου λέγανε πως έχει βασιλέψει
κι από την πίκρα λύγιζα, και σάλευε ο νους
Σεπτέμβρης και ανέτειλε του Αυγούστου το φεγγάρι,
ανέμελο , ολόγιομο, κι οι αχτίνες του αρμαθιά
Μα στα ρηχά τα όνειρα, για μας είχαν μπατάρει
κι ένας αγέρας τα ’σπρωξε, να πάνε πιο βαθιά