Σύννεφα μαύρα προβάλουν, της ψυχής τα γνωρίσματα,
αποσταγμένα σ’αγαπώ και νανουρίσματα.
Χιλιάδες βύσματα, ψάχνουν ρεύμα να τα συνδέσει,
και εγώ από τα δεκαέξι έχω πρόβλημα στην μέση.
Δεν βρήκα θέση για της ζωής το ταξίδι
έμεινα απ’ έξω και ήδη την θέση μου πήρε ένα φίδι,
με το διπλό του γλωσσίδι γλύφει τα πόδια τ’ αφέντη.
Το μπιστόλι του αφέτη, δεν λέει εκκίνηση να δώσει.
Στην γραμμή του σταδίου έχω από χρόνια πετρώσει,
σε μια ελεύθερη πτώση και όλο υπάρχει πιο κάτω.
Ζω μέσα σ' ένα απύθμενο πιάτο του καρχαρία μεζές.
Όλο μου λες ότι φοβάσαι το αύριο εγώ φοβάμαι το τώρα,
Πέφτουν τα χρέη σαν μπόρα που βάλθηκε να με πνίξει.
Συναισθηματική μείξη πόνος με φόβο και μισός.
Λέω ίσως να ξημερώσει μια μέρα που θα ξεκάνει το σκοτάδι,
της ζωής το ρημάδι σε μια σειρά να στοιχίσει,
να αισθανθούμε μια φορά όλοι οι άνθρωποι ίσοι.