Η θάλασσα κοίταζε ασάλευτη το μαύρο κύμα
τι κρίμα-τι κρίμα!
Πληγωμένη η καρδιά
κι ένας αέρας παγωνιάς της μιλάει
πονάει-πονάει!
Χορεύτης η βροχή
που χορεύει το χορό του θανάτου
σαν πουλί η ψυχή φτερουγίζει
και φεύγει μακριά του.
Σαν το φως στο σκοτάδι
λαμπιρίζει το δικό της σημάδι
προσμονή και φυγή, σου δίνει πνοή
σου παίρνει του ήλιου το χάδι
κι ένα αστέρι σαν χέρι...
απλωμένο, ζητάει να του δώσεις
που να βρεις ένα δρόμο
την ερημιά της ζωής σου ν' απλώσεις.
Κουρασμένο το κύμα
των ποδιών τις πατούσες χαϊδεύει
απεγνωσμένα το κρίμα
ένα λαιμό ν' αγκαλιάσει γυρεύει.
Κι όλα είναι εκεί
να χαζεύουν το μαύρο σου κύμα
και με αγωνία ρωτούν:
"ποιός ο θύτης και ποιό είναι το θύμα;"
Κι εσύ να κοιτάς
σαν χαμένος την απέραντη θάλασσα
που κάθε φορά με ξεβράζει
σαν το κύμα, που την ηρεμία της χάλασα...
Η θάλασσα ήρεμη
απαλλαγμένη απ' το μαύρο της κύμα
τι κρίμα-τι κρίμα!!!