Και χάνεται ο ήλιος πίσω από τους πυρωμένους λόφους.
Τα σπαρτά θα θρέψουν απόψε από την υγρασία,
και τα παράθυρα;
Θα σφαλίσουν ερμητικά με την τελευταία υποψίας φωτός.
Μόνο το φέγγος μια λάμπας πετρελαίου θα δίνει ζωή στα σπίτια
που μένουν μοναχικά,
όπως οι παρεξηγημένοι συγγενείς,
για χρόνια.
Κι αναρωτήθηκα αν φύτρωσαν τα γιούκα,
τα χρυσάνθεμα
που έσπειρα στα πολίτικα περβάζια των ματιών σου.
Ο ήλιος χάθηκε πίσω από τις φυτειές,
και δυο ή τρεις ησυχίες,
ακροπατώντας διέσχισαν το χωριό.
πέρα ως πέρα.
Κούρνιασαν στην σιωπή τους μέσα,
περιμένοντας την ανατολή των αισθήσεών τους.
Με το ΄να χέρι στον Θεό και τ' άλλο
στου συντρόφου την καρδιά.
Και σε μια βραδιά;
Πρόλαβαν να περάσουν εποχές αμέτρητες.
Κι ο ουρανός;
Μάλλινο πλεκτό, κεντημένο μ' άστρα του δειλινού,
φανέρωσε πόσο καιρό ζήσανε ελεύθεροι.
Φλογισμένα δέντρα η νιότη τους,
που 'γιναν στάχτη κάποιο απόγευμα τ' Ιούλη.
-Εικόνες που μοιάζουν ασύνδετες κάτω απ' το λάθος πρίσμα.-
Κάποιος κύκλος της αυγής περικλείει δυο ζωές,
που ποτέ δεν ήταν πλάι.
Μια αυγή κι ένα φεγγάρι που με το φως τους
λουστήκαμε κι εψές.
Βιώσαμε τα ονειρικά μας πάθη.
Πίσω στα μοναχικά σπίτια.
Πίσω στον κύκλο της ζωής.
Κι εκεί μπροστά...
έξω πάλι, στο ψύχος του χειμώνα, να τιμωρώ τον εαυτό μου,
ορθός με το χιόνι πάνω μου να πέφτει για ώρες,
κερδίζω εμπειρίες
για να διηγούμαι ιστορίες,
αμαρτωλών παρανομίες,
ίσκιους με παραφωνίες
ψέματα
για να έχω κάτι να λέω
μονάχα...
24.11
...τα δύο χέρια αγγίζουν απαλά το
παρόν και το μέλλον.