Στις ζυγές εποχές, φως φτωχών,
από Σείριου γη, τραμπαλίζει,
σε αστραπές των μεγάλων βροχών
ζωγραφιά κιβωτού στραφταλίζει
Μα αγνοούνται ψυχές νεαρών
και σκλαβιά άγριας νύχτας πλακώνει,
τα σπαθιά των παλιών μας φρουρών
τ’ ακονίζει των γύφτων το ακόνι,
Ποιος μπορεί ν’ απλωθεί στις αυλές
που τον βόρβορο στείλανε τ’ άστρα
να χυμά στις παλιές τις φυλές,
να βρωμίζει παλάτια και κάστρα.
Ζωγραφιές ιαχών στ’ ανοιχτά
για το πλέγμα μιας άνισης μάχης
το φεγγάρι σκυλί που αλυχτά
να μη στέλνει μια ακτίνα για να ‘χεις
και ξανά να μου λες: «Στις βροχές
θα ξεπλύνουνε πάλι τους φόνους»
μα αν φανούν των νυχιών οι αμυχές
θα σφαχτούνε απ’ τους απογόνους.
Στις ζυγές εποχές γη φονιάς
το λουλούδι του Άδη ανθίζει
δεν το καίει ο μεγάλος χιονιάς
ούτε Λίβας κακός το τσακίζει,
ένα κλίμα βαρύ και κακό
που όλα γύρω χαλάζι τα δέρνει
στη ζωή μας σκορπά καψικό
φύλλα κι άνθη στην διάβα του παίρνει.
Μα του Άδη το άνθος εκεί
δεν μαραίνεται, κι αναρριχάται,
σαν φονιάς σε σκληρή φυλακή
που το θύμα του πάλι θυμάται.
Έτσι είναι η ζωή δυστυχώς
γκραν-γκινιόλ, και ταινία με τρόμο
που στο διάλειμμα λέει: «προσεχώς
οι ληστές κι οι φονιάδες στον δρόμο».
Και ξανά να μου λες: «πάμε πια
δεν μπορώ σ’ έναν χρόνο αλήτη,
με φιλί κι αγκαλιές για κουπιά
να με βγάλεις σε άλλον πλανήτη»
2.04.09