Eξώπορτα λευκή, ξεφλουδισμένη
Με τη σκουριά στο σιδερένιο πόμολο
Εγώ εμπρός της να χαζεύω σα το μόμολο
Και η φθορά του χρόνου παραμένει…
Και να την αντιστρέψω πως μπορώ ;
Μες στην αυλή κλωτσούσαμε μια μπάλα.
Νερατζοπόλεμοι που σπάνια κερδίζαμε.
Σε βρύση πέτρινη τη δίψα μας δροσίζαμε
Τώρα δε τρέχει απ’ τη βρύση ούτε στάλα.
Την κάνουλα ν’ ανοίξω προσπαθώ…
Στη σκάλα πλέον σάπισε το ξύλο
Εκεί και αν φωλιάζουν αναμνήσεις…
Μια ουλή κάθε σκαλί που’ χα κουτρουβαλήσει
Άτσαλα όπως έτρεχα παρέα με το σκύλο.
Ένα ολόλευκο Τεριέ αρσενικό…
Στ’ αρχοντικό σαλόνι πολυθρόνες
Πιο δίπλα ένα πιάνο σιωπηλό
Στον τοίχο κάποιο αντίγραφο Βαν Γκω
Μα τώρα πια ξεθώριασαν εκείνες οι εικόνες.
Υπεύθυνος εν μέρει είμαι κι εγώ.
Και στη σοφίτα όπου κάποτε σε έφερα
Να δούμε τ’ άστρα πριν να σε πρωτοφιλήσω
Τώρα υπάρχουνε ιστοί και λίγο παραπίσω
Τα λάφυρα μιας εποχής που δείχνανε όλα ελεύθερα.
Λες και σκλαβώθηκαν μετά στου κέρδους το βωμό.
Και κάπως έτσι,
Το όνειρο της αναπαλαίωσης
Με οδηγεί
Στην αναπαλαίωση των ονείρων.