Κρατώντας το ανυπόστατο απλοχεριάς φεγγάρι
μπήκα σε μαύρες σκοτεινιές, κι ο πόθος μου κρυφός
παίρνοντας κέρμα απ’ το άδειο μας, το τσίγκινο παγκάρι
για ν’ αγοράσω θύελλες , και μιαν αχτίνα φως.
Δρομολογώντας όνειρα στις λησμονιές του απείρου
στέλνεις στις όχθες χλοερής, κι αθάνατης πηγής
αυτόχθονες, κι αλλόθρησκους παράνομης ηπείρου
που χώρα μύθου έσμιξε με κάτοικους της γης.
Κι οι μοίρες που ξαπόσταιναν στων αυλικών τα τείχη
προσμένοντας το απόβραδο, που ‘λεγες θα φανείς,
το νέκταρ πίναν του έρωτα, κι ανάρτησαν στην τύχη
λάβαρα από άγριο πόλεμο, λάφυρα ηδονής.
Αχ! που να βρω Ανάπαιστους η ρίμα να δονήσει
που νά ’βρω λύρα με χορδές, τις νύχτες τ’ ουρανού,
να ψάλλει το έπος του Όμηρου, γλυκά να τραγουδήσει,
για των Μνηστήρων το άθλιο αμάρτημα του νου.
Ένα κοντάρι ασίγαστο, και τόξο με φαρέτρα
να σβήσω φως μου το άδικο, που ‘φερνε παγωνιές,
να ζωγραφίσω με άλικο χρώμα, την άγια πέτρα
της γης μου, της Ιθάκης μου, που ‘χα να δω χρονιές
24.04.09