Όπως το είπε έγινε, κι ο κράχτης ο Ποντόνας
μες στα ποτήρια το κρασί μοίρασε, που τους φέρνει,
κι αφού ήπιαν, και το στάξιμο τέλειωσε της σταγόνας
ο θεϊκός Αλκίνοος τον λόγο ξαναπαίρνει:
«Σεις των Φαιάκων άρχοντες ακούστε με ένας-ένας
τις σκέψεις όλες θα σας πώ που έχω στο κεφάλι 190
Τώρα που όλοι φάγατε, για ύπνο ο καθένας
να πάει, όμως την αυγή να μαζευτούμε κι άλλοι
τον ξένο να τιμήσουμε, και στους θεούς θυσίες
να κάνουμε πολύ καλές, και να’βρουμε τους τρόπους
πως το ταξίδι θα γινεί με ποιες ετοιμασίες
να φτάσει στην πατρίδα του δίχως μεγάλους κόπους,
με την δική μας συνοδειά, την χώρα του να πιάσει
όσο και να’ναι μακρινή κι ούτε να τον πετύχει
κάτι κακό στον δρόμο του, στο σπίτι του πριν φτάσει.
Κει να τον βρούνε τα γραφτά, που η μοίρα του κι η τύχη 200
του γράφουν, απ’ την γέννα του και τον περικυκλώνουν.
Μ’ αν είν’ ουράνιος θεός και εντολές δοθήκαν,
οι επουράνιοι θεοί, κάτι σ’ εμάς σκαρώνουν
γιατί δεν κρύφτηκαν ποτέ, πάντα φανερωθήκαν
όταν θυσίες κάναμε να εξευμενιστούνε,
μαζί καθόμαστε κι εμείς παρέα στη γωνιά τους,
κι όταν διαβάτη τύχαινε να τονε συναντούνε
ποτέ τους δεν κρυφτήκανε γιατ’ είμαστε γενιά τους
καθώς είναι οι Κύκλωπες, στων Γίγαντων τη γέννα»
Τότε ο Οδυσσέας του απαντά σοφά με περηφάνεια 210
«Στο νου σου τούτα Αλκίνοε μη τα βαστάς κρυμμένα
ούτε και μοιάζω με θεό, που κατοικεί στα ουράνια
παρά θνητός στο ανάστημα και στην κορμοστασιά μου.
Κι αν τους πολύπαθους εσείς γνωρίζατε του κόσμου,
μ’ αυτούς, μπορεί να συγκριθεί μονάχα η αφεντιά μου,
ίσως και μεγαλύτερος ο πόνος ο δικός μου
απ’ τις κατάρες των θεών, κι απ’ τη κακή μου τύχη.
Μα αφήστε με στο στόμα μου λίγο φαϊ να βάλλω
γιατί δεν ξέρω απ’ την κοιλιά, στο σώμα να’ χει τύχει
μέρος, που πιο ξεδιάντροπο να ’ναι κανένα άλλο 220
μα η όρεξη της μοναχά εκείνη τηνε νοιάζει,
ας είναι ο πόνος μου βαρύς και την καρδιά μου σκίζει,
να πίνει θέλει αχόρταγα και να περιδρομιάζει
εγώ, τα πάθη να ξεχνώ, κι εκείνη να γεμίζει.
Ως τόσο συμπονάτε με, αρχίστε ετοιμασία
να φτάσω στην πατρίδα μου, βοηθήστε με σε κάτι,
που συμφορές με βρήκανε. Το σώμα μου θυσία
θα κάνω, αν στους σκλάβους μου, φτάσω και στο παλάτι»
Τα ’πε και όλοι συμφωνούν, οι γνώμες τους ταιριάξαν
τα λόγια του τα φρόνιμα τους είχαν συνεπάρει 230
Αφού ήπιαν όσο ήθελαν και το κρασί τους στάξαν
γυρίσανε στα σπίτια τους ο ύπνος να τους πάρει
κι ο Οδυσσέας ο θεϊκός ξοπίσω τους θα μείνει.
Δίπλα του ο Αλκίνοος, στην θεϊκή του κοίτη
κι ενώ οι κόρες μάζευαν ότι είχε απομείνει
η λευκοδάχτυλη άρχισε να του μιλά η Αρήτη,
χλαμύδα σαν αντίκρυσε, χιτώνα φορεμένα
που τα ’χε με τα χέρια της πλεγμένα, και τις κόρες,
γλυκά αρχίζει να μιλά, με λόγια φτερωμένα:
«Εγώ θ’ αρχίσω να μιλώ, μα πες από ποιες χώρες 240
ήρθες; Ποιο έχεις όνομα; Ποιος τάχα σ’έχει ντύσει;
Δεν είπες μες στα πέλαγα πως έχεις κακοπάθει;»
Κι ο Οδυσσέας ο τρανός έτσι θα απαντήσει
«Σαν δύσκολο βασίλισσα, ο νους σου να τα μάθει
αυτά που όλα με ρωτάς μα εγώ θα στα εξηγήσω
όλα τα πάθια που οι θεοί μου έχουνε χαρίσει.
Βαθειά στα μεσοπέλαγα στης Ωγυγίας τη νήσο
πανέμορφη έχει θεά , πανούργα κατοικήσει
η Καλυψώ, του Άτλαντα, η ομορφοπλεξουδάτη
που ούτε θεός, ούτ’ άνθρωπος ποτέ την έχουν σμίξει, 250
σ’ αυτής το σπίτι μ’ έστειλε της μοίρας μου το ινάτι.
Μα ο φοβερός ο κεραυνός, που ο Δίας θα μου ρίξει,
κι οι ανέμοι, σπάνε το σκαρί, τα κύματα είναι οι λόφοι.
Κρατώντας την καρίνα του, κι ενώ ο βοριάς αλύχτα
πάλευα, μα οι διαλεχτοί χαθήκανε συντρόφοι.
Μέρες εννιά παράδερνα, τη δέκατη τη νύχτα,
στην Ωγυγία, των θεών με ρίξανε τα μίση
που μια πανέμορφη θεά, γλυκιά το κατοικούσε,
η Καλυψώ, που δέχτηκε να με φιλοξενήσει.
Με πήρε, με συντρόφεψε, πανέμορφα μιλούσε, 260
αθάνατο κι αγέραστο μ’ έταζε μες στις στράτες
της ζήσης μου, όμως την καρδιά δύσκολο να την κλέψει.
Εκεί παραδερνόμουνα εφτά χρονιές γεμάτες
και ότι ρούχο μου ’δινε στο δάκρυ είχα μουσκέψει..........................Συνεχίζεται