Θ
Οι τόποι των αντίσκηνων λαμποκοπούν καμένοι
κι ο Αχαιοί στην αγορά της Τροίας, δίχως άστρο
στον Οδυσσέα κολλητά, στο άλογο κρυμμένοι,
που οι Τρώες μόνοι σύρανε στης πόλης τους το κάστρο.
Στεκόταν το άλογο ορθό στης αγοράς τη μέση
κι οι Τρώες άλλα σκέφτονταν κι αλλού κοιτούν τα μάτια
και για να βρούν την τύχη του, τρεις γνώμες είχαν πέσει:
η μιά, να γίνει με μπαλτά το άλογο κομμάτια
η άλλη αυτό να τσακιστεί απ’ τα ψηλά τα βράχια
η τρίτη, αυτό για των θεών, σαν τάμα να έχει θέση. 530
Κι αυτή προκρίθη ,να γευτεί η Τροία τη μονάχια,
μα το ’χε πει και ο χρησμός: «απ’ άλογο θα πέσει»
που στην κοιλιά του θα κρυφτούν των Αχαιών οι πρώτοι
στους Τρώες φέρνοντας σφαγές, πληγές, και άγρια πάθη.
Τραγουδιστά ακούγονται του θάνατου οι κρότοι
που στέλναν όσοι βγαίνανε απ’ του άλογου τα βάθη
και άλλοι που την χώρα αυτή καημός θα τυραννίσει.
Ως ο Μενέλαος μαζί, κι ο Οδυσσέας βράχοι
στου Διοκλή ορμήσανε το σπίτι με άγρια μίση.
Κι εκεί με θάρρος μπαίνοντας στη δυνατή τη μάχη 540
πως νίκησε βοηθώντας τον εκείνον η Παλλάδα.
Αυτά ο τρανός τραγουδιστής γλυκά θα τραγουδήσει.
Του Οδυσσέα, τα δάκρυα του φέρνανε θαμπάδα
κι όπως γυναίκα οδύρεται που άντρας την έχει αφήσει
νεκρός μέσα στον πόλεμο, στα στήθια του πεσμένη,
να σώσει απ’ την πικρή σκλαβιά παιδιά μα και τη χώρα
σαν βλέπει, την στερνή πνοή την ψυχοραγισμένη
να φεύγει, και να οδύρεται την κούφια τούτη ώρα,
και πίσω της να της χτυπούν κοντάρια κάποιοι άλλοι
προς την σκλαβιά να οδηγηθεί, στην ράχη και στους ώμους 550
βάσανα να ’βρει, η πίκρα της στο πρόσωπο μεγάλη
απ’ τον αβάσταχτο καημό για τους καινούργιους δρόμους
ίδια ο Οδυσσέας δάκρυα, στο πρόσωπό του ρίχνει
στους άλλους όμως άφαντοι φαίνονται οι λυγμοί του,
μονάχα ο Αλκίνοος του πόνου του τα ίχνη
τα βλέπει, του τα μαρτυρούν όλα οι στεναγμοί του
και γύρισε στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένους:
«Ακούστε με όλοι αρχηγοί, και των Φαιάκων πρώτοι
ας πάψει ο τραγουδιστής, για νίκες και χαμένους
ίσως να μην αρέσει αυτό σε όλους μας, διότι 560
από τη ώρα που άρχισε ο υμνωδός να παίζει
ο ξένος δεν σταμάτησε το κλάμα και τον θρήνο
κάποιος καημός τον βάραινε μετά απ’ το τραπέζι,
ας πάψει το τραγούδι μας, εγώ αυτό προτείνω
κι εμείς, μα και ο ξένος μας καλύτερα να νοιώσει
γιατί σε αυτόν , με απέραντο, και με μεγάλο κέφι
ταξίδι , δώρα, με καρδιά έχει ο καθένας δώσει
κι ο ξένος που ζητά στοργή πάντοτε είναι αδέρφι
σε ανθρώπους που λιγάκι ο νους τους κόβει στο κεφάλι.
Όμως σε σκέψεις πονηρές μη φεύγουν τα μυαλά σου 570
και την αλήθεια ότι ρωτώ πες μου τη την μεγάλη
ποιοι οι γονείς σου ξένε μου, ποιο είναι τ’ όνομά σου
όπως με αυτό σε αποκαλούν οι γείτονες σου ετούτοι
γιατί στον κόσμο τούτονε κανένας δεν υπάρχει
που να μην έχει όνομα , φτωχός ή έχει πλούτη
που οι γονείς του το ’δωσαν και πάντα τούτο θα’χει
Πες μου για την πατρίδα σου τη χώρα ή το σπίτι,
για να σε πάνε με τον νου , τα πλοία, να επιστρέψεις,
δεν έχουν τα καράβια μας τιμόνι ή κυβερνήτη
σαν τ’ άλλα, μα πηγαίνουνε με του άνθρωπου τις σκέψεις. 580
Κάθε χωριό γνωρίζουνε, την γη τη καρποφόρα,
κάνουν ταξίδια γρήγορα στης θάλασσας τα πλάτη
κρύβονται στην θολούρα της, την σκοτεινή την ώρα
κι ούτε φοβούνται τον χαμό, κι ότι θα πάθουν κάτι.
Πολύ παλιά ο πατέρας μου, Ναυσίθοος μου είχε δώσει
μια έννοια, που στην μνήμη μου αυτή βαθειά μου μένει:
ο Τρανταχτής της θάλασσας πολύ είχε θυμώσει
που ήταν καλοδεχούμενοι για μας όλοι οι ξένοι.
Μου ’λεγε πως των Φαίακων καράβι σαν γυρίσει
από ταξίδι, άγρια θα σπάσει, και το μέρος 590
ολόγυρα απ’ το νησί θα περιτριγυρίσει
ψηλό βουνό θεόρατο. Αυτά μου είπε ο γέρος.
Κι αυτό θα γίνει είναι θεός, αν όχι, θα ’χει αιτίες.
Μα έλα πες μου αληθινά γι αυτούς τους ξένους τόπους
που πήγες; που ταξίδεψες; ποιες είδες πολιτείες;
Πες μου για ομορφόχτιστες χώρες, μα και γι’ ανθρώπους
όσοι είναι άγριοι και κακοί και δεν κατέχουν δίκιο,
ποιοι πράοι, δίπλα σε θεούς, να ζουν έχουνε μάθει.
Πες, γιατί βλέπω βούρκωμα στο βλέμμα σου το αντρίκιο
της Τροίας, και των Δαναών όταν ακούς τα πάθη; 600
Έτσι ορίσαν οι θεοί σ’ εκείνη την φατρία
τις συμφορές τους κάποιοι μας τραγούδι να τις έχουν.
Κάποιον καλό σου συγγενή μην έχασες στην Τροία;
γαμπρό σου ή και πεθερό; Αυτοί θέση κατέχουν
τρανή, μετά το αίμα μας, και το δικό μας γένος.
Φίλου μη σ’ επηρέασε πολύ ο θάνατος του;
Γιατί κι ο φίλος ο πιστός, ο πολυαγαπημένος
από αδερφό δεν φαίνεται να’ ναι κατώτερός του
ΤΕΛΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑΣ Θ!