Λ Γέροι που τυραννίστηκαν, νέες και παλικάρια,
κόρες παρθένες όμορφες στις λύπες κάποιου ανέμου
άντρες που με τα χάλκινα τους σκότωσαν κοντάρια
με άρματα αιματόβρεχτα, θύματα του πολέμου . 40
Φτάσανε αναρίθμητες χωρίς στιγμή να πάψουν
να φωνασκούν, και μ’ έπιασε του φόβου μου το δράμα
Και διέταξα τους φίλους μου να γδάρουν και να κάψουν
τ’ αρνιά που κάτω κείτονταν σφαγμένα από την κάμα,
στην Περσεφόνη δέηση να κάνουν και στον Άδη.
Έπειτα βγάζω απ’ το μηρό το ξίφος να καθίσω,
οι άζωες οι κεφαλές μην έρθουν στο σκοτάδι
κοντά στο αίμα των αρνιών, για να τις εμποδίσω,
του Τειρεσία, πριν σ’ εμέ, δεν μου δοθεί η γνώμη.
Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή ήρθε εκεί τρεχάτη 50
γιατί είχε ασκέπαστο κορμί, από το χώμα ακόμη
που του το αφήσαμε εμείς, στης Κίρκης το παλάτι
χωρίς ταφή , και άκλαυτο που ’χαμε ανάγκη άλλη.
Τον είδα, δάκρυσε η καρδιά, κι ένοιωσα τόσο άδεια.
Με λόγια μου τον ρώτησα κι η πίκρα μου μεγάλη:
«Πως έφτασες Ελπήνορα πεζός μες στα σκοτάδια
πρώτος ερχόμενος εδώ παρ’ ότι είχα καράβι»
του είπα, και απάντηση με κλάμα τούτου πήρα:
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ που η τέχνη σου σε ανάβει
κρασί με τύφλωσε άθλια κακού θεού η μοίρα 60
πεσμένος όπως ήμουνα δεν σκέφτηκα τη σκάλα,
στην Κίρκη που με κέρναγαν γλυκό κρασί οι φίλοι
κι αντί καλό κατέβασμα έπεσα κουτρουβάλα,
το σβέρκο μου άθλια σπάζοντας φανήκαν οι σφονδύλοι,
και την ψυχή μου ο θάνατος την έφερε εδώ πέρα
στον Άδη. Σε ξορκίζω εγώ κάνε καλή τη σκέψη
το ταίρι σου να το χαρείς, το γέρο σου πατέρα,
που όταν ήσουνα μικρός εκείνος σε είχε θρέψει
και τον Τηλέμαχό σου, νιό που είχες παρατήσει.
-γιατί απ’ τον Άδη τον σκληρό αφέντη μου γνωρίζω 70
πάλι στης Κίρκης το νησί το πλοίο θα γυρίσει-
τότε λοιπόν θυμήσου με κι εμένα, σε ξορκίζω,
άκλαυτο μη μ’ αφήσετε, πριν φύγεις, να με θάψεις,
μήπως στοιχειώσω απ’ τους θεούς, για σένα κι είναι κρίμα,
τ’ άρματα , και το πτώμα μου αργότερα να κάψεις
κι ένα μνημούρι χτίσε μου στης θάλασσας το κύμα,
θύμηση να έχουν οι ύστεροι σε τούτη εδώ την άκρη
στον τάφο στήσε αργότερα ένα κουπί για μένα,
που τα πελάγη χτύπαγα με σύντροφους στα μάκρη».
Του απάντησα σαν μου είπε αυτά, με λόγια μου θλιμμένα: 80..............Συνεχίζεται