Σήμερα κοντεύω πια στα 40 μου. Γράφω τραγούδια από τα 13 μου σχεδόν.Η συντριπτική πλειοψηφία τους πετάχτηκε στο καλάθι. Με συγκροτήματα έπαιξα μέχρι τα 22 μου και μετά μέχρι τα 35 μου, δεν ξανάπαιξα ζωντανά, ούτε δούλεψα με καμμιά μπάντα. Νόμιζα τότε ότι έπρεπε να έχω άλλες προτεραιότητες...Η ουσία είναι ότι μάλλον δεν πίστευα ότι αξίζει τον κόπο. Παρ'ολα αυτά ακόμα κι έτσι, συνέχισα να γράφω τραγούδια. Πως εξηγείτε; Για ποιόν λόγο, ενώ και χαμηλή αυτοεκτίμηση ως προς το ταλέντο μου είχα, αλλά ούτε και καμμιά βλέψη να γίνω διάσημος, όποτε ένοιωθα αυτή την ανάγκη, δεν μπορούσα να αντισταθώ στο να σκαλίσω μιά μελωδία, ή να γράψω κάποιους στίχους;Την απάντηση την έδωσα στα 35 μου , λίγο πριν ξαναξεκινήσω να παίζω σε μπάντα. ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ.Ανάγκη έκφρασης. Έτσι ξέρω να επικοινωνώ και να μιλάω καλύτερα. Με τραγούδια. Άσχετα με το ταλέντο, άσχετα με την επιτυχία. Η ηλικία δεν παίζει κανέναν ρόλο. Η εσωτερική ανάγκη είναι αυτή που σε κάνει ακόμα και στα 80 σου να θες να γράψεις κάτι. Πότε "πρέπει" να σταματήσεις; Δεν είναι η σωστή ερώτηση αυτή. Η σωστή ερώτηση είναι "πότε σταματάει η ανάγκη να γράφεις μουσική"; Σταματάει λοιπόν, όταν μέσα σου πάψει αυτή η ανάγκη. Όταν πάψει όμως πνευματικά, όχι μετά από "λογικά" συμπεράσματα του μυαλού, κοινωνικές απόψεις και άλλα τέτοια "κουραφέξαλα". Αν εκβιάσεις το πνεύμα σου να σταματήσει, το σίγουρο είναι πως θα σε εκδικηθεί...
Κάποιοι τα καταφέρανε νωρίς, κάποιοι αργά...Ο Μότσαρτ ήταν παιδί-θαύμα, ο Μπετόβεν όχι. Κάποιοι ήταν πολυγραφότατοι, κάποιοι μας έχουνε δώσει το πολύ 3 έργα.Ένα αριστούργημα μπορεί να είναι αρκετό. Έχουμε εμείς κάτι κοινό με αυτούς; Μόνο ένα...την ανάγκη...!!!

Υ.Γ Και κάτι ακόμα...
Μπαλλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνωνΑπό θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»
Κώστας Καρυωτάκης