Δημοπρασία.
Τα εκμαγεία από πυλό του χτες δημοπρατώ,
με πείσμα μαστιγώνει μι’ ανελέητη σβηστήρα,
σε κάθε προσφορά για διαγραφή χειροκροτώ,
την συνθλιβεί τους απ’ το μένος του ολετήρα.
Χρωματογόνες ρίμες ανασύρω απ’ τη φωτιά,
στις νοοπλάνες παρεισδύω τις αισθήσεις,
διυλίζω απ’ τα πέλαγα τ’ απύθμενα, γητειά,
εξοστρακίζω τις στημένες παραισθήσεις.
Περιδιαβαίνω γειτονιές κοσμικές,
το καινούργιο παλτό μου προβάρω,
ανασκευάζω φθαρτές, παλιές πρακτικές,
τ’ αναδυόμενα μου τα θέλω μοστράρω.
Στη γκιλοτίνα τα άπλερα πάθη του τότες,
αποπλανήσεις κι’ αναίτιες θλίψεις,
στην πυρά κι’ οι στοιχειωμένοι δεσμώτες,
στον καιάδα οι αφορισμένες μου τύψεις.
Ιδεατή μορφή στο παιχνίδι του τώρα,
σ’ ένα χαρμάνι ευφορίας ακραίων στιγμών,
εξαίσια, εξωτική, ονειρόλουστη ώρα,
ερωτευμένη οπτασία, των γκρίζων καιρών.