Σε θυμάμαι.
Σ' αντάμωσα σ' εκείνο το παλιό το παραμύθι,
ασπρόμαυρη εικόνα των ονείρων μου θολή,
με είχε ανασύρει η ματιά σου από τη λήθη,
στο έλασσον μιας φόρμιγγας, σ' αγάπησα πολύ.
Στα ταξιδέματα κάποιες φορές, σε είχα ακραγγίξει,
σε άγουρες, αλλοπαρμένες, φάλτσες εποχές,
όμως σε έχανα το τρένο λίγο πριν σφυρίξει,
κι' έμενα πάντα με καινούργιες ενοχές.
Σ' ένα άσπρο σύννεφο γεμάτο φαντασιές,
λιγνόκλαρος, λάγνος κισσός σε αγαλιάζει,
γυρίζει ο χρόνος και σου αλλάζω φορεσιές,
με τη μορφή σου στο εκμαγείο να ταιριάζει.
Οι φούχτες μου γεμάτες μεθυσμένα σ' αγαπώ,
για ένα αντίγραφο που πλάθω γλυκοφεγγοβόλο
ρίμες ατέλειωτες, μελένιες, κάποια ώρα να του πω,
ηχοσκιές το κανακεύουν στον ουράνιο το θόλο.
Σταχτοσκαλίσματα παραίσθησης, αναλαμπές,
σκιές τα ίχνη σου τ' αθώρητα τα πλάνα,
μα δε ζητούσα ομορφιές, μόνο ένα μου, αειθαλές,
και το γοβάκι σου να συνταιριάζει, στα δικά μου πλάνα.
Τελειώνει η άδεια και ο κισσός φυλλοβολεί,
με τη σκυτάλη σ' άλλο όνειρο αφημένη,
για το χαμόγελο σου όμως κάποια ανατολή,
μέσα απ' τις στάχτες μου θα βγω αγαπημένη.