Ακροβατώντας
Ακροβατώντας στα μινόρε της αυγής,
σου είπα πως νυχτώνει όπου να 'ναι.
Απ' την ενάτη του Μπετόβεν,
στο σκοτάδι της φυγής.
Τον ολετήρα βρήκε ο χρόνος και τα σπάνε.
Είχα θαρρέψει στη θωριά μιας αναδυομένης,
σε μια παραίσθηση απόγνωσης φτηνής,
βαρυποινίτης συντροφιά μιας ερωμένης,
σκάρτο σκαρί, στ' απόβλητα ναυαγισμένης ηδονής.
Το άρμα της αγάπης βιαστικό θωρακισμένο,
απ' την αντάρα των μοιραίων εθισμών,
ένα αγοραίο σ' αγαπώ ντοπαρισμένο,
σε τύμβους συλημένων στεναγμών.
Μια ξένη ικέτεψα περαστική στοργή,
κανάκεψα το άγνωστο ολόγραμμα της,
την έλουσαν τα όνειρα μου ροδαυγή,
για λίγα ψίχουλα απ' το περίγραμμα της.
Μερεμετίσματα ψυχρών συμβιβασμών,
για ένα χαμόγελο λιτό απελπισμένο,
με συνειδήσεις πληρωμένων χορηγών,
το ''μου'' μιας άλλης εποχής μεταλλαγμένο.
Απ' της ψυχής το κράμα σφυρηλατημένο,
σημαδεμένο απ' της ζωής την απονιά,
απ' τη θολούρα του Αχέροντα ρυτιδιασμένο,
ακροβατώντας σ' ένα σόλο, μια στερνή διπλοπενιά.