Και τα μάτια του φόρεσαν τους μαύρους μανδύες της μοναξιάς.
Και το τραγούδι σώπασε.
Μόλις που πρόλαβε ν' αποπλανήσει μια νότα,
ένα μικρούλι λα.
Ένα λα συνεχόμενο μα τόσο μακρινό
λες κι ερχόταν από άλλον κόσμο
να γαργαλά απαλά τα νεύρα του μυαλού του.
Κι «άκουσε» το φόβο για πρώτη φορά.
Ψιθύρισε μες στην ψυχή του και τον αγρίεψε.
Σε μια άκρια κουλουριάστηκε όπως το φίδι,
πέτρωσε,
κορμί που ο τρόμος το 'καμε άκαμπτο!
Κι ήρθε ο πόνος.
Όχι πρωτόγνωρος, μα πάντα επίμονος,
κατακτητής στην ύλη και το πνεύμα του
και νικητής στην κάθε μάχη.
Ο πόνος που του 'χε δώσει κι όνομα.
Τον είπε Άγγελο.
Κι αφουγκράστηκε μια σκέψη του.
Μα δεν τη μίλησε.
Ούτε έναν ψίθυρο δεν είχε να χαρίσει στα χείλη του.
Τα μόνα του υπάρχοντα δυο μέτρα γης
κι ένας Άγγελος που μες στα σωθικά του ζούσε.
Κι αναρωτήθηκε,
μην τάχα η τυραννία είναι αγάπη;
Μήπως το μίσος είναι αστέρι που 'πεσε στη γη;
Να 'ναι ο φόβος η απάντηση στην αμαρτία;
Λες να 'ναι ο πόνος η υπέρτατη ηδονή;
Και τα μάτια του υψώθηκαν προς τον ουρανό.
Άρχισαν να μετρούν τα σύννεφα,
τους μικρούς ταξιδιώτες από άλλον κόσμο…
Κι αποκοιμήθηκε.
Ο Άγγελός του τον σκέπασε με μια κουβέρτα,
πλεγμένη από σκοτάδι κι όνειρο.
Ένα φιλί στα μαλλιά του ακούμπησε κι απλώθηκε η νύχτα.
Νατάσα Κουμπούνη © Copyright 2009