Βλέπω τα δάχτυλα μου να κιτρινίζουν απ το τσιγάρο,
τις παλάμες να σκληραίνουν γεμίζοντας φουσκάλες.
Τα πόδια μου με το ζόρι με βαστάνε, κάτι ξημερώματα παρασκευής.
Βλέπω τα νεύρα μου να σπάνε.
Βλέπω στίβος απλήρωτους λογαριασμούς,
Ένα άδειο πορτοφόλι στην τσέπη κι ένα το ίδιο άδειο πρόσωπο στον καθρέφτη.
Βλέπω χαρτάκια με πράγματα που σημείωνα και γελώ,
τελευταία ούτε να σημειώνω τα όνειρα μου δεν προφταίνω.
Βλέπω την γυναίκα μου να μου λέει ψέματα ότι θα αλλάξουν τα πράγματα.
Και κάπου στο βάθος του μυαλού μου βλέπω την γιαγιά μου να μου λέει:
Φάε το όλο να μεγαλώσεις, και να γίνεις άντρας.
Να που έγινα...