Περπατάμε δίπλα -δίπλα σαν δύο ξένοι που άργησαν σε δύο διαφορετικά ραντεβού
Περπατάμε με ρυθμό αλλιώτικο, γρήγορο, ασυντόνιστο.
Κάποιες στιγμές μονάχα με κοιτάζεις κλεφτά λες και κάτι σου θυμίζω
ή λες και νιώθεις από υποχρέωση την ανάγκη να περιμένεις κάτι η κάποιον.
Πως μπορεί το σώμα σου να ξέχασε το δικό μου
Το σώμα που σου πρόσφερε ζέστη, θαλπωρή και τη συνέχεια της δικής σου ζωής.
Το μυαλό σου τι σκέφτεται πλέον που πάντα ζήλευε τις δικές μου σκέψεις
Ήθελε να τις μοιράζεται να τις απασχολεί και να τις πολιορκεί.
Τα λόγια σου πως επιτρέπεις να με πληγώνουν
Τα λόγια αυτά με συμπλήρωναν με αγκάλιαζαν με στόλιζαν.
Πως επιτρέπω εγώ στα λόγια μου να εκτοξεύουν θύελλες
Πίκρα και τόσο ανέραστους μειωτικούς επαίνους.
Είναι η συναισθηματική αμνησία που κάνει δυο αγαπημένους αντίδικους
Εχθρούς, ξένους;
Είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος, η μονοτονία, η κόπωση του πάθους ή η αβάσταχτη έλλειψή του.
Ακόμα αναρωτιέμαι τι φταιει ποιος φταιει και αν φταιει.
Μπορεί ο χρόνος να γυρίσει πίσω...
Τα λόγια που θα με πίκραιναν να σταματήσω με ένα φιλί και να μην σταματήσω να σε φιλώ μέχρι να τα ξεχάσεις.
Και τα δικά μου πικρά λόγια να μεταλλάσσονταν μόνο σε ένα σ’ αγαπώ γιατί αυτή είναι η αλήθεια.
Αν δεν σε αγαπούσα και δεν με αγαπούσες όλα αυτά δεν θα πλήγωναν κανέναν από τους δύο...απλά δεν θα είχαν καμμία σημασία.