Κάποτε κόντεψα ν' αγγίξω μια μελαχρινή γυναίκα
με τα γιγάντια χέρια μου.
Δέκα δάχτυλα το καθένα.
Τραβήχτηκε, τρόμαξε.
Εκείνη ήξερε μόνο ψαλμουδιές ν' ακούει
και σ' όλη της την ζωή μιλούσε βυζαντινά.
Και για όλη της την ζωή ήθελε ν' ακούει
την ίδια φράση,
απ' του ανδρός της τα χείλη.
Κατάφερα να της κλέψω μια τούφα μοναχά,
και την κέντησα απάνω μου μουστάκι.
"Για ποιο λιμάνι θα σαλπάρουμε το βράδυ ετούτο;"
τα λόγια έπνεαν στα κατάμαυρα μαλλιά της...
"Έλα και στα άστρα θα ψάξουμε τον δρόμο μας...
στα μάτια σου..."
κι εγώ,
καθώς κρυφάκουγα απ' τον εικοστό μου όροφο,
προσπάθησα, αναίσχυντος ληστής, ν' αγγίξω την πλουμιστή της κώμη.
Και λαχταρούσα τόσο να πιάσω στα χέρια μου
αυτόν εδώ τον σβέρκο,
κι αργά, βασανιστικά και επώδυνα,
να τον θρυμματίσω...
25.05
... για να σωθεί η ανθρωπότητα.