Ανακατεύτρες οι σιωπές, μ’ ακολουθούν
σ’ ενός θιάσου την πομπή, στα καμαρίνια
κι είναι τα κάλλη της αυγής που με μεθούν
κι οι οιωνοσκόποι για της γης τα μερομήνια
Άγιος του θάνατου ο ρόγχος, κι ορατός
για το εξημέρωμα του νέου του πελάτη
ήμουν σαν άνεμος που αγρίευε, λυτός
και ακυβέρνητο σκαρί ήσουν στα πλάτη
κι όπως ζωγράφιζες Μαϊστρους στ’ ανοιχτά
σε ακουαρέλες, με πινέλα τα δαιμόνια,
ένοιωθες τ’ όρνιο της αγάπης ν’ αλυχτά
και τόσες θύμησες να χάνονται στα χρόνια.
Να τα μαζέψεις τα κουρέλια, σου ‘χαν πει
γιατί εμποδίζαν του καημού τους το στημόνι
κυκλοφορούσαν κι ούτε νοιώθανε ντροπή,
με τέρμα γκάζι, και μ’ ανάποδο τιμόνι
Ανακατεύτρες οι σιωπές, χωρίς ρυθμό
σε είχαν δραπέτη σε ζωή που δεν σου ανήκει
με ριγωτή φανέλα δίχως αριθμό
ποιες ιαχές σου ν’ ακουστούν, και για ποια νίκη
9.7.07