Αντισταθείτε φώναζες, κι άνοιγες το πανό σου
που ανθρώπους φωτογράφιζε, τις νύχτες να φορούν,
με τους ορίζοντες μαβί, μαύρο τον ουρανό σου,
οι λίγοι ξαναφάνηκαν βαριά να οπλοφορούν
Στων οριζόντων τ’ άκορφα, τα νιάτα αλυσοδέναν
να κλέψουνε τη σιωπή, που ήταν γι’ αυτούς χρυσός
ανήμποροι στο μίσος τους, μικροί στο χώμα μέναν,
το χαμομήλι φάνταζε αντίκρυ τους κισσός
Κι ενώ το δάκρυ κόχλαζε των αδικοχαμένων
ξανά επιχειρήσανε στο αίμα μας να λουστούν
ράβανε μέτρα λέγοντας: «Οι ορδές των πεινασμένων
στη φτώχεια της απελπισιάς θα ξανακυλιστούν
Αντισταθείτε –ξαναλές- στα τέκνα του βορβόρου,
κι οραματίζεται ο λαός όνειρα παιδικά,
ας σε κοιτάζει σαν φονιάς, το μάτι αιμοβόρου,
τα μέτρα τούτα δεν περνούν γιατί είναι φονικά!!
11.06.2010