Νομίζανε οι φύλακες
πως τα κλειδιά κρατούσαν
του χρόνου ή της μοίρας
και μόνο
τον θάνατο περίμενε κλεισμένος στο κελί του.
Νομίζανε και οι άνθρωποι
πως μπορουσαν να ζήσουνε μόνοι.
Και τα βουνά κοιτούσαν.
Κάθε απόγευμα
η ζωή στην πλατεία
συνεχιζόταν αδιάφορη.
Και τα παιδιά μεγαλώναν αργά
ακούγοντας ιστορίες μυστήριες
γύρω από το αναμμένο τζάκι.
Όπως φυσάει τον καπνό
και τον σκορπάει τ' αέρι
αιώνες τώρα καρτερώ
στον ουρανό τ ΄αστέρι
που θα φωτίσει τις πληγές
και των σπαθιών τις λόγχες
στην Γη θ' ανάψει τις φωτιες
και στων ματιων τις κογχες
θ ' αναστηθούνε οι νεκροί
και οι προδομένοι χρόνοι
κι Αυτη θα φέρει το κλειδι
ντυμένη το ασπρο χιόνι.
Και οι άνθρωποι
νομιζανε πως μπορουσαν να ζησουνε μονοι...
Και οι αιώνες γυρνούσαν...
Η μικρή μας πλατεία καταπιε τα αγάλματα
και άλλαξε τρόπους.
Και ας μην το θυμάται.
Η Ελένη περπατάει αδιάφορη ,
τα παιδιά στα σχολεία
και τα βουνα που κοιτούσαν.
Γίνανε τώρα ο τόπος των άλλων.
Τα βράδια ο καπνός σκεπάζει την πόλη
και οι ιστορίες που ακούσαμε αιώνες μακριά
τρυπανε τα όνειρα
αυτων που πιστεύουν.
Για εκείνη.
Ειναι η πεταλουδα
με τις στροφες στα φτερα
και διχως το σωμα
και ουτε τα ματια
και αρκει η φωνη της
να κανει του Κοσμου
απεραντους δρομους
σαν φυλλα
να τρεμουν.
ΠΙΣΤΗ και
ΥΠΟΤΑΓΗ.
Οι φύλακες ξύπνησαν έντρομοι
από τον κρότο
που έκανε η πόρτα καθώς έσπαγε
σε χιλιάδες κομμάτια.
Και να , καπως έτσι
σημιουργηθήκανε οι πλανήτες.
Και εμεις στα φτερα της
ταξιδεύουμε
ακομη...
Θ ' αναστηθούνε οι νεκροί
και οι προδομένοι χρόνοι
κι Αυτη θα φέρει το κλειδι
ντυμένη το ασπρο χιόνι
θα 'χει απ' ατσαλι στα φτερα
σπειροειδεις νευρωνες
τους γαλαξιες στην σειρα
κι οι αγριοι χειμωνες
θα ναι στολιδια φανερα
που ο καιρος γνωριζει
των καταιγίδων την Κυρα
που την ζωη οριζει.
Όπως φυσάει τον καπνό
και τον σκορπάει τ' αέρι
αιώνες τώρα καρτερώ
στον ουρανό ενα αστέρι...