Πάνω σε μαύρο άλογο, καλπάζω μοναχός
με χέρια ανοιχτά, σαν να μουν αϊτός
φεύγω σε άγνωστο ταξίδι της ψυχής
αφήνοντας πίσω μου, Ινδιάνους της φυλής.
Η μνήμη μου κρατά, ιστορίες της φωτιάς
όταν ο άνεμος φυσούσε, για να μας κάνει συντροφιά
στην απέραντη πεδιάδα, στα ανατολικά βουνά
έχω ένα αστέρι, που με κυβερνά.
Μα τώρα ψάχνω για να βρω, τον άνθρωπο τον αστεριών
έχει το όνομα, Αλγκόν [λευκό γεράκι των καλών]
μα ο ουρανός είναι ψηλός, και δεν μπορώ για να τον δω
πρέπει να ανέβω και εγώ, σε ουράνιο κόσμο τον ψυχών.
Ω μεγάλο πνεύμα, που έφτιαξες το σύμπαν,
γονατίζω και προσεύχομαι, όλα να γίνουν ίδια,
να μπορούσε ο ουρανός, να κατέβαινε και αυτός
λίγο πιο κάτω να μπορώ, και να με επαιρνε ο Αλγκον.