Όταν νυχτώνει ξεκινούν βήματα ξένα
και διασχίζουν τη βουή των λεωφόρων .
Φώτα χλωμά καλούνε μόνους σαν και σένα
να παραδώσουν το όνειρο τους άνευ όρων .
Γέλια , φωνές πνιχτές , τραγούδια γερασμένα
παζάρι για στιγμές άδωρων δώρων .
Αυτές τις νύχτες τις σκεπάζει η βροχή
κι ανασταίνει κάθε ανθρώπινο κουφάρι .
Μα σαν γυρνάς στο σπίτι , μια ενοχή
μουσκεύει με λυγμούς το μαξιλάρι .
Αυτές τις νύχτες που λυτρώνεται η ψυχή
κι ανοίγει τα φτερά προς το φεγγάρι .
Όταν νυχτώνει ξαγρυπνάνε τα σημάδια
κάθε πληγής που ‘χει σκουριάσει στους καιρούς .
Κρυφές ελπίδες που τρεκλίζουν στα σκοτάδια
μήπως γλιτώσουν από κόσμους παγερούς .
Λύπες , ποτά βαριά και μεθυσμένα χάδια
αναπνοές μες σε καπνούς φαρμακερούς .
Αυτές τις νύχτες τις αγγίζει ο βοριάς
και παρασέρνει στο διάβα του τη μοίρα .
Κι εσύ ναυάγιο μιας έρημης στεριάς
κρατάς στα μάτια σου θαλασσινή αλμύρα .
Αυτές τις νύχτες της παλιάς παρηγοριάς
που όλο γίνονται τα δάκρυα πλημμύρα .