Κανονικά μια νύχτα σαν αυτή θα ‘πρεπε το λευκό χαρτί
να ‘χει γεμίσει με μυρωδιές και χρώματα.
Θα ‘πρεπε βέβαια τα άστρα να παρατάσσονται στρατός
και να αγκαλιάζονται με θυμωμένες θάλασσες
ανίκανα να αντισταθούν στο θέλημα τους.
Πιο κει ολόφωτη η πανσέληνος, βασίλισσα
που οφείλει να προσκυνηθεί απ’ τα αισθήματα μας.
Και φυσικά παρομοιώσεις λυρικές
στίχοι που ανθίζουν μες τα γιασεμιά και στου καλοκαιριού
τη δύση κι ίσως βαστούν μια στάλα θλίψη
στο άκουσμα τους.
Έτσι μονάχα ετούτο το λευκό χαρτί αυτή
τη νύχτα τη μαγευτική (στα αλήθεια)
θα έντυνε με ποίηση τη μοναξιά του.
Κανονικά.
Όμως απόψε τα απομεινάρια των ερώτων μου
και στεναγμοί από πάθη, δε διάβηκαν την πόρτα
του σπιτιού μου.
Είναι που το μπαλκόνι μου
παραπατά μετέωρο σε ένα αστικό τοπίο
που οι ζωγράφοι αρνήθηκαν να απαθανατίσουν.
Τριγύρω τσαλακωμένοι δρόμοι κι αγέρωχοι σηματοδότες
φωτεινοί, φορούν πολύχρωμες σκιές
επιβολής της τάξης.
Βιτρίνες θελκτικές προσμένουν να πουλήσουν
ένα κομμάτι όνειρο με εκπτωτικά κουπόνια.
Δειλές φωνές, άσεμνα κορναρίσματα, βήματα
νεφελώδη και μποτιλιαρισμένες σκέψεις.
Και δίπλα απ’ όλα αυτά οι άνθρωποι
που περιφέρονται ακόμα σαν να υπάρχουν.
Ναι οι άνθρωποι, που ξετυλίγουν το κουβάρι
της ζωής, μπροστά σε υποτιτλισμένους διαλόγους
μιας οθόνης.
Σίγουρα οι άνθρωποι, που έντεχνα γυρίζουν το κεφάλι
(με αντανακλαστικά παροιμιώδη)
σ’ όσους αναζητούν μία μπουκιά
επιβίωσης σε απορριμάτων κάδους.
Πάντα οι άνθρωποι, που προχωρούν με υπνωτισμένες αξιώσεις
ασαφείς, νιώθωντας τυχεροί
όταν στην τσέπη τους βαστούν
δυο τρύπια μεροκάματα για να ξοδέψουν.
Κι οι άλλοι άνθρωποι που όλο λοξοκοιτάζουν
τα άδεια πιάτα κι ύστερα σέρνουν στο δάπεδο το βλέμμα
να γίνει ένα με τη σκονή,
έτσι μην αντικρίσει η ντροπή τους δυο μάτια παιδικά
και ανυπόμονα, που κάτι περιμένουν.
Και τα παιδιά των ανθρώπων, που λες και άξαφνα
βράχνιασαν οι φωνές τους κι ούτε μπορούν
να ακουστούν στις γκρίζες γειτονιές, ούτε να σπείρουν
στην άσφαλτο μια ελπίδα.
Μα ακόμα οι νέοι άνθρωποι, σκυφτοί και κουρασμένοι
περιπλανιόνται δίχως λόγο
σ’ αυτόν που κληρονόμησαν τον κόσμο,
σαν κάτι να αναζητούν που το ‘χουν πια ξεχάσει.
Και κει πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους ακόμα στέκει
περήφανα η πανσέληνος ίδια οικοδέσποινα
που ‘βαλε τα καλά της και προσδοκά
να τη γεμίσουν κολακείες.
Κανονικά θα ‘πρεπε πια οι συλλαβές
να ‘χουν πιαστεί απ’ το χέρι και να χορεύουν κυκλικά
γύρω από τόση λάμψη.
Ο ουρανός ο αποψινός θα ΄πρεπε να διαγράφει
μια χάρτινη πορεία λυτρωτικής εικόνας.
Και πίσω του λιτά να ξεμακραίνει ο πόνος
μιας αγάπης σαν ύστατος αποχαιρετισμός
σε μια άδεια προκυμαία.
Αυτές τις νύχτες λένε γεννιούνται οι ποιητές.
Όμως τα λόγια τα δικά μου
ξέρουν να συνωστίζονται μαζί με τους ανθρώπους.
Τα λόγια τα δικά μου μπορούν
να ανασαίνουν μονάχα απ’ των ανθρώπων την βουή.
Ναι, τα λόγια τα δικά μου ανθρώπινα θα μείνουν.
Κι ίσως ακόμα κι η πανσέληνος που απορρημένη
τώρα με θωρεί
κάποτε καταλάβει.