Βλέπεις οι μέρες μου με προσπερνούνε
τώρα αδιάκοπα.
Φαντάζουν αδιάφοροι περαστικοί
που δίπλα μου το βήμα τους στριμώχνουν
ξένοι ολότελα προς το δικό μου βήμα.
Φορούνε ρούχα όμοια σχεδόν, συνηθισμένα
αφού δε θέλουν μεταξύ τους να διαφέρουν
και προχωρούν σε ραγισμένα πεζοδρόμια
δίχως κάπου να φτάνουν.
Κάποτε λίγο σταματούν, κοιτούν το δρόμο,
ίσως απέναντι θα ‘πρεπε να περάσουν,
μα το λευκό των διαβάσεων ξεθώριασε
και οι αγχωμένοι οδηγοί
για τους πεζούς δε χολοσκάνε .
Τότε ένας φόβος γνώριμος γεννιέται
ανάμεσα στο βλέμμα τους και ζωντανεύουν
κείνοι οι ακόρεστοι σπασμοί
που καταλήγουν ως τα λασπωμένα τους παπούτσια.
Τρέμουν, μετά χαμογελούν
-μάλλον το κρύο λένε φταίει-
δεν είναι σκέφτονται τούτοι οι καιροί
για αλλαγές πορείας.
Κι ο κόσμος όλος μια ευθεία που δε διανοείται
να παρεκκλίνει στις ρωγμές τις.
Βλέπεις λοιπόν οι μέρες μου, ακούραστοι διαβάτες
θα οδηγούνται αιώνια στη δύση
των ευχών τους.
Μονάχα που και που πες από απροσεξία
σκοντάφτω ξάφνου πάνω τους
και τσαλακώνω λίγο
την πιο διεστραμμένη τους ισορροπία.
Τότε ξανά θα σηκωθούν
δίχως θυμό, δίχως οργή,
δίχως λόγο να αλλάξουν
και θα βαδίσουν ήρεμα στο σιωπηλό τους τέλος.
Και γω που θα ‘δινα πολλά
μόνο να με προσέξουν
(εγώ που ούτε το χλευασμό τους δεν αξίζω)
στέκομαι να παρατηρώ
τούτη την αδιέξοδη φυγή τους.
Και εκείνη τη συγνώμη που
μες το σκούρο των ματιών κρατώ,
εκείνη που δεν μπόρεσα ποτέ να τους χαρίσω,
θα τη γευτώ μονάχος μου
σα να ζητώ συγχώρεση από τον εαυτό μου.
Κι οι μέρες μου που χάνονται
στου γκρεμισμένου ορίζοντα τον ίσκιο
θα δούνε πως τουλάχιστον οι τύψεις μου
βρήκανε το σωστό προορισμό τους.