Ας πάρουμε απόψε τον μαρμάρινο δρόμο του παρελθόντος
μέχρι να φτάσουμε στο παρεξηγημένο νόημα
αυτής της ιστορίας. Μιας γης αττικής το κρασί.
Και το χρώμα ενός ουρανού γαλανού.
Εδώ περνούσε της μέρες του ο βασιλιάς των Ανατολικών
Επαρχιών της Αυτοκρατορίας των Μελαγχολικών Απογευμάτων.
Η αυτού Εξοχότης, ο Ύπνος΄
σε σεντόνια καθαρά και το παράθυρό πάντα ανοιχτό
και μόνο
προς την πλευρά που βρίσκεται ο δρόμος.
Απέναντι από τον φούρνο που ψήνει το κυριακάτικο φαγητό
και λίγο πιο πάνω από τις φωνές των παιδιών
που παίζανε μπάλα και σπάζαν τα τζάμια.
Αν δεν πέρασες ποτέ απο εδώ,
μην πας παρακάτω γιατι δεν θα καταλάβεις.
Τον καιρό εκείνο,
που χτίζανε δάση.
Περικυκλωμένος από αρχαία βουνά,
και κίονες
ξυπνούσε από το όνειρό
(ήτανε πάντα αυτή η ιστορία του Αράπη
που θα έλεγε συχνά η γιαγια του)
την ώρα ακριβώς
που συνήθιζαν να επιτρέφουν οι εργάτες
των λιμανιών
και φούσκωνε μερακλίδικα ο καφές μες στο μπρίκι.
Ας τον πούμε Αέρα.
Πότε που φέρνει την μυρωδιά των νερών του Αιγέα
πότε την σκόνη της ερήμου
και πάντα φωνές
και φράσεις ομηρικές
που πια δεν σημαίνουν
για όποιον δεν ξέρει.
Ας πούμε κάτι άλλο. Αυτό με πικραίνει.
Ακίνητος μένω όπως εσύ.
Στο ίδιο μπαλκόνι. κοιτάμε αλλού μα είμαστε εδώ.
Απάνω σε ενα παχύ στρώμα απο χαλίκι και πίσσα.
Κάτω από αυτό κοιμάται
ο βασιλιάς των Ανατολικών
Επαρχιών της Αυτοκρατορίας των Μελαγχολικών Απογευμάτων.
Η αυτού Εξοχότης, ο Ύπνος.
Που όλα τα ξέρει και όλα τα λύνει.
Οι αμυγδαλιές. Τα σπάρτα που ανθίζουν,
τα νεράτζια και τα σκούρα μαλλιά των κοριτσιών
που κάποτε ντρέπονταν
και εσύ όλο κοιτούσες.
Τι νόημα έχουν αυτά θα μου πείς?
Κανένα.
Μα είπαμε να πάρουμε τον δρόμο αυτό τον μαρμάρινο
που πάνω περνάει από χέρια που πια δεν υπάρχουν.
Και λόγια που δεν καταλαβαίνουνε άλλοι
από τους ασήμαντους ποιητές και τις γάτες.
Που ζούσανε κάποτε σε τούτη την πόλη.
Ας πιούμε λοιπόν, ας πιούμε!