Πολύ ψηλά τα άπλωσες ,
μικρή μου τα φτερά σου
και θε', του Ήλιου η φωτιά,
να γίνει η συμφορά σου.
Όσο τα κράταγες κλειστά,
στη γη σαν περπατούσες,
τα μάτια είχες χαμηλά
και δεν ακροβατούσες.
Μα τα μυαλά σου πήρανε
απότομα αέρα
και τα ξεπέρασες,τρελή,
τα όρια μιά μέρα.
Θα λιώσουν οι φτερούγες σου
κι ορμητικά θα πέφτεις,
το τέλος σου θάναι σκληρό,
μακάρι νάβγω ψεύτης.