Σάμπως θαρρείτε πως κι εγώ
γνωρίζω τι γυρεύω,
που κάθομαι,μεσάνυχτα,
στίχους να...μαγειρεύω;
Μέσ' σε κανάλι έπεσα,
μαύρης ανυπαρξίας
και ψάχνω μέσω της γραφής
στίγμα ελευθερίας.
Τα πρότυπα στερέψανε,
οι άγιοι ξεβάφουν,
μέσα τους οι κενές ψυχές,
τις αμαρτίες θάφτουν.
Καράβια χρυσοστόλιστα
καθώς δεν αρμενίζουν,
ωθούν βαρκούλες πλαστικές,
να τις καλωσορίζουν.
Το πιό μεγάλο της κενό
διαβαίνει η ανθρωπότης
και στον ορίζοντα κανείς
δεν ανατέλλει ιππότης,
με μύλους να μονομαχεί
και με θεριά πελώρια,
το ξίφος πού να καρφωθεί;
Στενά τα περιθώρια.
Μαντάτα επιφανειακά
το νού μας βομβαρδίζουν
και της καρδιάς μας οι χορδές,
κατάρες ξεστομίζουν:
''καταραμένοι νάσαστε
της Γης οι ηγεμόνες,
που μας αφήσατε γυμνούς,
σε πολικούς Χειμώνες''...