Φωνή εγχόρδου ξύπνησε σκυλί σφιχτοδεμένο
κι αφήσαν τις καρέκλες τους οι άντρες για να δουν
πομπή που εκουβάλαγε στους ώμους πεθαμένο
τον άνθρωπο που φύλαγε εκείνους που πονούν.
Τα μάτια είχε ασφάλιστα, τα χέρια του δεμένα
λουλούδια στο κεφάλι του, στο στόμα του χρυσό
και γύρω ετραγούδαγαν κορίτσια λυπημένα
μα εντράπησαν το θέαμα κι απέμεινε μισό.
γ**ήλια της φόρεσαν κι εκείνης την ποδιά της
λευκό το κρίνο, στέφανο κοσμεί την κεφαλή
στα μάτια τρέχαν σύννεφα κι εράγιζε η καρδιά της
μια μοίρα που δε στάθηκε μαζί της δα καλή.
Ποιός είδε να χορεύουνε μια μέρα τέτοια πτώμα,
ποιός άκουσε να κλαίγουνε το βράδυ σα σκυλιά
τραγούδι ποιος να έκαμε το δράμα της ακόμα
ποιό ζόρι να της φούσκωσε με γκάστρι τη κοιλιά...
Το όνομά της δώσανε σε τρεις γενιές παρθένες
και τού νεκρού το όνομα ξεχάστηκε. Καιρό
γυρίζουνε οι κόρες της ακόμα λυπημένες,
ταξίδι τρώγουν φάρμακα και σέρνουν το χορό.