Στρώνω της νύχτας σου το βιος στο στενοσόκακό μου
και μ’ ένα νυχτολούλουδο, αρωματίζω τ’ άστρα
σπέρνω χιλιάδες βάσανα ξανά στον Πολικό μου
και σπόρους απ’ το θέρισμα, φυτεύω σε μια γλάστρα
Μα εκεί που οργώνω την πλοκή, στο μυθιστόρημά μου
κι οπλίζω με το ξίφος μου, τον πρώτο βιαστή σου
ξαναθυμάμαι τις λαβές, πάλι στο πάλεμά μου
ν’ ακούσω: «παραδίνομαι…» ξανά απ’ τον ληστή σου
Κι ενώ οι διχάλες ράγισαν, των πιο παλιών σφενδόνων
και με σκουριές γεμίζανε, ακόντια στο παλάτι
οι πεδιάδες γέμισαν, στρατούς των Μυρμηδόνων
φόνους διψώντας, διώχνοντας στάρι , νερό, κι αλάτι!!!!
Στρώνω της νύχτας σου το βιος, κρατώντας τις φωτιές σου
να λαμπυρίζουν τις κραυγές, που βγάζει η ηδονή σου…..
κι άμα με χάσεις στο Βοριά, θα ρθώ με τις Νοτιές σου
να γίνω πρωταγωνιστής στα όνειρα τ’ αχανή σου!!!!!