Έδυσε ό ήλιος, είναι οι δρόμοι σκοτεινοί
πίσω απ'τα σίδερα ανάψαν λίγα φώτα
μικρό δωμάτιο κι έχε απάνω το κλειδί
στη σιδερένια
της πόλης που έπεσε την πόρτα.
Βαριά η ανάσα και το δείπνο μυστικό
στριφτό κ αμίλητο καπνίζει το τσιγάρο
σαν ένα γέλιο κάπου κάπου παιδικό
σκοπό που μένει
"κι άλλη μια" για έναν φαντάρο.
Υγρά τα βλέφαρα σε αυτήν την ερημιά
μυρίζει γάτες καi σκουπίδια το κρεβάτι
ποιος έχει χάρτη και ποιο χέρι φυλαχτά
καρδιά ποιος έχει
να χτίσει θάλασσες και φράχτη.
Είναι τα άστρα σαν κι εσένα μακρινά
σαν ιστορία, πιο παλιά και από τους δύο
το ίδιο βράδυ σαν να ταν τότε μια φορά
θεάτρου αυλαία
σαν σχολειό και χειρουργείο.
Έδυσε ό ήλιος, είναι οι δρόμοι σκοτεινοί
πίσω απ'τα σίδερα ανάψαν λίγα φώτα
μικρό δωμάτιο, κρύος διάδρομος ψυχή
κορμί φωτιά
καίει φωτιά
μπρος στου παράδεισου την σφαλισμένη πόρτα.