Κλεόμαχος Απολλοδώρου, ναυμάχος Αθηναίος
καλός και αγαθός, ευγενής νέος
-θάμαζες την ομορφιά του αν τον κοιτούσες-
χιλιάδες χρόνια στο βυθό, στις Αργινούσσες
μία στο θάνατο κρυφή τού απέμεινε ελπίδα
να τον κηδέψει με τιμές η ευκλεής πατρίδα
Τον ύπνο του ποιος άραγε ταράσσει;
Σηκώνεται, ξυπνά τους σύντροφους με βιάση
Ακούνε θόρυβο ψηλά, ανθρώπους, βάρκες
Αλλίμονο, ξεχνάνε πως τα οστά τους και τις σάρκες
τα έχει θάλασσα αιώνες τώρα πια εξαφανίσει.
"Ήρθε η Αθήνα" λένε "για να μας τιμήσει!"
Κι όμως, σαν τη βροχή που πέφτει από τα νέφη
πλήθος κορμιά ασιάτες, νέοι, γυναίκες, βρέφη.
"Στέλνει μωρά" απορούν " η Ανατολή να μας νικήσει;"
Ο Κλεόμαχος - στους πεθαμένους δε χωράνε μίση -
ένα παιδάκι παίρνει σκυθρωπός από το χέρι
καμμιά ταφή δε θα 'χουν ούτε αυτοί, καλά το ξέρει...