Ξεπρόβαλαν στο βάθος οι στιγμές,
σαν του Αυγούστου τις απότομες βροχές.
Σε ξάφνιασαν κι ας ήξερες πως θάρθουν.
Αντάμα αναρίγισαν, καρδιά κι επιδερμίδα.
Λίγο το κρύο, λίγο η μοναξιά, που σέρναν στο κατόπι,
ακούσιο φέραν σφίξιμο στα σωθικά,
πληγή ανοίξαν στο στομάχι,
μην τύχει και ξεμείνει από συντροφιά,
η λαβωμένη απ' τον χωρισμό καρδιά.
Κινούνται οι σκέψεις σου αργά,
σα σκουριασμένες μηχανές παλιού υφαντουργείου,
που έρμο απόμεινε να καρτερά,
της περασμένης νιότης το πολύβουο μεγαλείο.
Από κοντά, σαν όρνια που οσμίστηκαν τροφή,
οι τύψεις. Να θυμίζουν τις φορές,
που αδίκησες χωρίς να μετανιώσεις.
Να σε ραπίζουν με αναμνήσεις μυστικές,
απ' όταν ζήταγες, σπαραχτικά, αγάπη
κι απλόχερα, δίχως ανταμοιβή ή σκέψη, σου δινόταν.
Πονάς. Να διορθώσεις σκέφτεσαι,
όσα έχεις κάνει λάθος
και να σου φτάσει ο καιρός, ο πανδαμάτωρ χρόνος,
για να επουλώσεις τις πληγές,που ανοιγμένες χάσκουν.
Τούτες που αρκούσε μια ματιά ή νεύμα, για να κλείσουν.
Δεν τόκανες, αλίμονο και νάσαι εδώ! Μόνος,απελπισμένος,
δίχως ελπίδα, διέξοδο να ψάχνεις.
Μα ίσως είναι δυνατόν,ίσως μπορεί ακόμη,
να σου δωρίσει τη γιατρειά,μια λέξη. Η συγνώμη.