Μια, κουρασμένη απ’ τα πολλά, ψυχή σαν αγγελούδι
σκεφτόταν και γυρόφερνε στις όχθες ποταμού
ώσπου με σάλτο βούτηξε με μια έκρηξη θυμού
ακολουθώντας των νερών το φλύαρο τραγούδι.
Και όπως αργοκύλαγε παρέσυρε στο ρέμα
φύλλο ιτιάς που έψαλλε αλήθειες της ζωής:
“Κόψε το μίσχο όπως εγώ, νωρίς όσο μπορείς.
Γλυκιά είναι η θέα από ψηλά, μα ζούσα σε ένα ψέμα.”
Σε μια στιγμή ξερόκλαδο παρέα της κυλούσε:
“Κι αν φαίνομαι κακόμοιρο, άχρηστο, θλιβερό,
σ’ όλους απλόχερα έδωσα και πήρα θησαυρό.
Πεθαίνω πλούσιο”, έλεγε και της χαμογελούσε.
Εκεί πάνω στο διάβα της μποτίλια παρασέρνει
μ’ ένα χαρτάκι σφαλιστό στη γυάλινή της κρύπτη:
“Κι εσύ είσαι γράμμα σφραγιστό, μα έχεις παραλήπτη.
Μην αμελήσεις να τον βρεις”, κι ευθύς με φόρα φεύγει.
Μια άλλη ψυχή που έπλεε στο ίδιο το ποτάμι
άκουσε την κουβέντα τους, εξ ουρανού επισκέπτης:
“Την αγκαλιά σου έχε ανοιχτή και για ό,τι δεν αντέχεις
Θα ‘ρθει η ψυχή που αναζητάς να διώξει το σκοτάδι.”