Στης παραλίας τα βότσαλα τα πόδια να πληγώνω
Να πίνω θάλασσας νερό αιώνες άλλους δέκα
Αν κάτι ψεύτικο σου πω γι’ αυτήν την ιστορία:
Πώς γέμισε και έλαμψε από έρωτα γυναίκα.
Γαλάζιος ήταν ωκεανός και αυτή χρυσή σελήνη
Αιθέρια χάδια του ‘στελνε για ένα υγρό φιλί του
Κι αν ζούσαν μίλια μακριά, κοιμόταν με τη σκέψη
ολόγιομη πώς θα ριχτεί στη σκοτεινή αυλή του.
Σ’ ένα αφρισμένο κύμα του έδεσε την ψυχή της
Το νήμα τής ξετύλιγε στης μέρας τα ταξίδια
Κι όταν το βράδυ έβγαινε, γέμιζε ολοένα
Την ευτυχία αληθινή στα μάτια της την είδα.
Μα μόλις έρχονταν κοντά, τον έλουζε με δώρα
Του σκόρπιζε ολόχρυσες στα κύματα κορδέλες
Τ’ αστέρια μεταμόρφωνε σε λαμπερά πετράδια
Στόλιζε αυτός τις αμμουδιές με υδάτινες δαντέλες.
Το σμίξιμό τους μια γιορτή και η φύση καλεσμένη
Για απόψε δένουν στα ρηχά, του κόσμου οι αρμενιστάδες
Και είδαν, λεν, τον ωκεανό να κλαίει, να φουσκώνει
Μ ‘αγάπης δάκρυα χαράς, που όμοια δεν ξανάδες.