Φλέβες παλλόμενες σε άνευρο χορό
παμφάγο τέρας η απουσία, κατατρώει
όπως χυμάει στης νυχτιάς τον πανικό
Το άλφα της αγάπης τον κόσμο μου λογχίζει
αδράχτι εσύ, από το μύθο τον παλιό
που λάθος τέλος στην παραίσθηση ορίζει
Ακρίτας σε σύνορα ξένα κι ο ύπνος δεν φτάνει
κρυφά τις βαθιές μου ανάσες ρουφάει
μες των ματιών σου την απύθμενη χοάνη
Ζεστό μυαλό, ν' αμύνεται πια έχει αποκάμει
μάχη ανίερη του νου με την ψυχή
που ,φάρσα αλλόκοτη, η ανάγκη σου την κάνει
Στο ιαματικό, της λησμοσύνης σου, νερό
να βυθιστώ, απελπισμένα αποζητάω
κι από το μέλλον πια να εξαρτηθώ
Ιέρεια ταγμένη σ' έναν άγνωστο θεό
φλεγόμενες θυσίες καταθέτω
στης κάθαρσης τον πέτρινο βωμό.
Τη ζωογόνα την πυρά τροφοδοτώ
με σένα, βέλος σκουριασμένο,
που μάτωσες τη σάρκα που φορώ
Στις φλόγες σου φωτίζονται σκιές
καθώς το χάος μου μεμιας ταξινομείται
στης πλέριας λύτρωσής μου τις κραυγές
Τώρα, επιστρέφωντας σε μένα, οδοιπορώ
στους τόπους της ψυχής μου τους βραχώδεις
μακριά απ' της σαγήνης σου τον πλανερό βυθό
Δες με, στη φουσκωμένη θάλασσα μιλώ
με λόγια κύματα που αφρίζουν στον αέρα
πιο πέρα απο όσο βλέπω πια κοιτώ
Αντάρτης άνεμος τον χρόνο θρυμματίζει
σταγόνες μνήμης σκαλωμένες στα μαλλιά
κάπου μακριά, ο ορίζοντας στις άκρες του, ξεφτίζει...