Κλειδωμένοι σε αγκαλιά
Μια στιγμή που δεν υπήρξε ποτε
Σαν σε όνειρο δεν θέλω να ξυπνήσω
Σε κρατώ με χερια τρεμμάμενα, δειλά
Μη μ’ αφήνεις. Σιωπή.
Των ματιών σου η αγωνία σημαδεύει το μέτωπό μου.
Ένα δάκρυ, παρθένο, κύλησε στον κήπο της ανάγκης
Η ανάσα σου χτυπά την εύθραυστη καρδιά μου
Ότι παρέσυρε δεν θα είναι κτήμα μου. Ποτέ πια
Κάποιος άνεμος σε παίρνει μακρυά.
Ίσως ξαναβρεθουμε. Ίσως…
Ότι έζησα θα κρατήσω κρυμμένο
Θα το φωνάζω ξέψυχα στης καρδιάς τον πόθο
Ότι πιο λίγο κράτησα στα χέρια μου,
Ότι πιο ασημαντο έζησα στην μέρα μου,
Θα σ’ αγαπώ
Όταν ξυπνάς από του λήθαργου το μίσος
Όταν σε βαραίνει των δεν ξέρω σου το πλήθος.
Γαλάζιο σου με φώναζες φρουρό
Δίχως όπλα και δίχως πανοπλία
Ζωσμένος μονάχα με φωτιές. Και ελπίδα,
Ζωή του μέλλοντος κεντώ. Σταυρό.
Μα, αίμα στάζω πριν κοπώ,
Λήθη γυρεύω, πριν σε δω
Τρέλα φωνάζουν ό,τι ζω
Προτού αρχίσω σταματω.
Έπνιξα της καρδιάς μου τη σιωπή
Όσα δεν είπα, δεν θα πω.
Της αγάπης τα χαρτιά κοιτω
Μια ακόμα αγκαλιά. Και Σ’ αγαπώ
ουτε καν γραπτο..απλα δοχείο σκέψεων.