ΜΑΙΝΑΔΑ...
Είχες στα γόνατα συρθεί ως της Φρυγίας τη χώρα ,
μες στα άγρια φαράγγια της ,τα θυρσοδασωτά ,
μιά προσκυνήτρα στη γλυκειά της γέενας την ώρα
όσο πού αγρίμια λούφαζαν στ΄ όραμα τού μετά .
Φριχτή σιωπή κι ολόγυρα σε ακοίμητο καρτέρι
άπειρες μνήμες αστραπής καί πύρινων μορφών ,
σε ιερό κι επώδυνο της προσμονής νυχτέρι
ως την στερνή , φριχτή οιμωγή των θείων Του παθών .
Η καρπισμένη άγια γη βογγάει σε πόνους γέννας
καί στον γλιστρό τον τύμβο της ζωγριέται ο γδικιωμός ,
ως να σχιστεί της άβυσσου ο παρθενικός υμένας
κι απ το άπειρο να αναδυθεί γυμνός ο λυτρωμός .
Κι ήταν της Ανοιξης η αυγή κι ο χαλασμός της πλάσης .
Αρσενική ήταν κορασιά με χοχλαστό κορμί .
Κι εσύ απ την θεία Του θωριά κι απ τις αναθυμιάσεις
της διάπυρής του ανασεμιάς , ξεχείλισες ζωή .
Εσείστηκε συνθέμελα τού Σύμπαντος η ουσία
στην θέα τού αναδυόμενου ζωογόνου πυρετού
καί στο αγιοτόπι μέθυσε , με νάμα , η αθανασία ,
τού νιόφερτου αγριοσταφυλιού , τού ηλιοζευγαρωτού .
Τυφλώθης στα Επιφάνεια τού φύτρου της Σεμέλης
καί λάμψεις απ τα μάτια του σε κάψανε φριχτές
όσο πού εικόνες άρρητης αβυσσαλέας αγέλης
θεών σφαγμένων , σε έδιωχναν απ το νεκρό σου χθες .
Νύμφες τροφοί κλωθόφερναν τον Εύιο λικνίτη
καί Σάτυροι τραγόμορφοι με ξέφρενους χορούς
ραντίζανε την αύρα του με φως τού Αποσπερίτη ,
καί με αναγάλλια κλήματος καί θύρσους ιερούς ,
όταν στην μήτρα βρέθηκες της χθόνιάς Του μάνας
και τού άγιου έμβρυου στοργικά , με ήχους κανακεμού
καί τούλι αραχνούφαντο νιάς αστρικής αλάνας ,
στην έγνοια σου , τού χάρισες στιγμές αναπαμού .
Συνέφερες κι είχες ντυθεί αψιάν όψη Θυιάδας ,
μαινόμενη ακόλουθος στον θίασο των Βακχών .
Πανέμορφης , πήρες μορφή , οργιαστικής Μαινάδας ,
πηγή ιερών αλαλλαγμών κι αλόγιστων ιαχών .
Σκότεινος σε έντυνε , μακρύς καί πτυχωτός χιτώνας
καί μιά νεβρίδα ιρίδιζε , στους ώμους σου ριχτή .
Στα ξέπλεκά σου τα μαλλιά στεφάνι είχες κορώνας ,
απ το κορμί της όχεντρας πούχε κουλουριαστεί .
Σε νύχτα μεταλλάχτηκες , τη νύχτα να καρπίσεις ,
πού πνεύματα ανοιξιάτικα σε κύκλωσαν κι ευθύς
τούφες ελάτου σούστρωσαν καί σε έραναν με εκκρίσεις
τού ζώντος νιόφαντου θεού , στο δέος Του να χριστείς .
Απ την αχλή Του τρύγησες της έκστασης το μένος
την ώρα πού ξεσχίζονταν οι ουράνιες οροφές
κι ως τον πυρήνα ανοίγονταν ο γρανιτένιος Αίνος
στού Βρόμιου τις άπειρες , απόκοσμες μορφές .
Κι αλάλλαζες καί φρούμαζες , σαν το χρονιάρικο άτι
κάτω απ τον βροντερόβουο φλογάτο κεραυνό
καί με ένα απίδρομο γοργό στις όχθες τού Ευφράτη
βρίσκοσουν ξάφνου κι από κεί στης Θήβας το βουνό .
Σε μιά στιγμή πού κράτησε μαγιόπλαστους αιώνες ,
τραγίσιου φόνου γεύτηκες αίμα κι ολαχνιστό
στού Κιθαιρώνα τους τραχειούς , πυκνάνθιστους λειμώνες
με τού Ζωγρέα το κρασί , μεθώντας , το λιαστό .
Κι ήταν , παντού . Πανέμορφος στην θεία διαστολή Του ,
στεφανωμένος τούς καρπούς νωπής κληματαριάς
όσο οι στριγγές σου οι ιαχές τη φύση την άΰλή Του
σε μέθη μετουσίωναν καί ύμνους φλαμουριάς .
Απ τα άγια Θεοφάνεια ως τον διαμελισμό Του
νύχτα καί γης καρπίσανε καί θηλυκές σπηλιές .
Κι εσύ , ανταύγεια ερωτική στον θείο ιριδισμό Του ,
με διθυράμβους Τού άνοιγες πορτάρια κι αγκαλιές .
Στού σπαραγμού Του τα άνορα κι άχρονα κατευόδια ,
με την βαθιά Του ο Διόνυσος , γλυκόλαλη φωνή ,
καθώς με δάκρυ καί κρασί Τού ξέπλενες τα πόδια ,
Μαρία , σε ονομάτισε . Μαρία Μαγδαληνή .
Σ Παπαγιαννόπουλος