Είχα γράψει κάποτε ένα ποίημα επηρεασμένος από τα δυο αγαπημένα μου δημοτικά (Του νεκρού αδελφού, η λυγερή στον Άδη) με παρόμοιο ύφος και από το θάνατο μιας κοπέλας ονόματι Έφης που έφυγε σε ηλικία 15 ετών από καρκίνο εγκεφάλου. Δε ξέρω αν ταιριάζει στη θεματική ενότητα αλλά ελπίζω να σας αρέσει.
H Aρετή στον Άδη
Έτσι όπως παίζουν τα παιδιά στα δώδεκα τους χρόνια
Πέφτουν, χτυπούν τα γόνατα, κυλιούνται μες τα χιόνια
Κι όλο φωνάζουν και γελούν, δεν έχουν σιωπή
Έτσι δεν έπαιξε ποτέ η δόλια η αρετή
Μαύρη αρρώστια τη χτυπά, τη θέλει ο Χάρος νύφη
Το λένε και οι τρείς γιατροί, με βάρος μες τα στήθη
Πως δεν υπάρχει γιατρειά, μήτε κάποιο βοτάνι
Και σαν περάσουν μήνες τρεις η κόρη θ αποθάνει
Τ’ ακούει η μάνα της αυτό και πέφτει του θανάτου
Στην Αρετούλα πώς να πει ετούτο το μαντάτο;
Παν τα χρυσά της τα μαλλιά, τα γαλανά της μάτια
Το Χάρο παίρνει για γαμπρό στου Άδη τα παλάτια
Αργά κινεί στο τόπο της, και πιο αργά στο σπίτι
Οπού με λύπη τραγουδά μελαχρινό σπουργίτι
«Κρίμα Αρετή ο πόνος σου, κρίμα το βάσανο σου
Το νυφικό φουστάνι σου να ναι το σάβανο σου»
Σαν τηνε βλέπει η Αρετή ευθύς την αγκαλιάζει
Με βλέμμα ανυποψίαστο στα μάτια την κοιτάζει
Η μάνα λιποψύχησε και στου ματιού την άκρη
Σαν της ψυχής της κάτοπτρο, γεννιέται μαύρο δάκρυ
«Μάνα προς τι τα δάκρυα ; Τι να σε τυραννάει;
Πες τα σε με, την Αρετή, σε με που σε πονάει
Κλαις μήπως για τα αδέρφια σου που στους πολέμους τρέχουν
Η μήπως κλαις για τις σοδιές που προκοπή δεν έχουν;
Αν τάχα κλαις για τις σοδιές, ο πάγος τώρα λιώνει
Μάρτης ζυγώνει τώρα δα, ο Φλέβαρος τελειώνει
Κι αν κλαις για τα αδέρφια σου, σιμά θα σου μιλήσουν
Τελείωσε ο πόλεμος, σύντομα θα γυρίσουν»
«Δεν κλαίω μήτε γι’ αδερφούς, μήτε για τις σοδειές μας
Μα κλαίω για σένα Αρετή, τις τύχες τις δικές μας
Κλαίω για τις πλεξούδες σου που δε θα ξαναπλέξω
Που πιάνοντας το χέρι σου δε θα ξαναχορέψω»
«Μήπως θάνατος σου ‘ρχεται , και θες να σε φροντίσω;
Να βάλω και τα μαύρα μου, να σε νεκροφιλήσω;
Για κάποιο μαύρο ριζικό μου γνέφει να πεθάνω
Μ’ όλη την ομορφάδα μου, στην άνοιξη μου απάνω;»
«Μήτε σε με θανατικό έχει ο θεός χαρίσει,
μήτε και σένα ριζικό τέτοιο σου έχει ορίσει.
Αλλά σου βρήκαμε γαμπρό, που ήρθε από τα ξένα
Και σε τρεις μήνες θα ναι δω για να ζητήσει εσένα»
Και σαν περνούνε μήνες δυο κι άλλες τριάντα ημέρες
Ντύνετ’ ο Χάρος πρίγκιπας, και κάνει τ’ άστρα βέρες
Κάνει το σύννεφο άλογο και το βουνό σαμάρι
Και καβαλάρης τρέχοντας πηγαίνει να την πάρει
Και ερωτεύεται η Αρετή τα μακριά μαλλιά του
Το ανάστημα του το ψηλό, κι όλη την ομορφιά του
Πηγαίνει ο νέος σπίτι της για να τηνε ζητήσει
Αρνείται όμως ο κύρης της το γάμο να ευλογήσει
Σαν πέρασε τ’απόγευμα, σαν ήρθε πλέον η νύχτα
Ακούγεται σαν σύνθημα του πρίγκιπα η σφυρίχτρα
Που έρχεται το χάραμα την Aρετή να κλέψει
Την ανεβάζει στ άλογο, και δίνει μια να τρέξει
Και σαν περνούν ώρες πολλές, ο νέος μιλιά δεν βγάνει
Και την μικρή την Αρετή μια αγωνία την πιάνει.
«Άντρα μου, ποια η χώρα σου, ο τόπος ο δικός σου;
Που είναι οι υπηρέτες σου, που ‘ν’ το βασίλειο σου;»
«Εκεί που ο ήλιος δεν περνά, και δεν κυλάει ο χρόνος
Μα το σκοτάδι κυβερνά και βασιλεύει ο πόνος.
Εκεί που αν με γνώριζες ποτέ σου δε θα ρχόσουν
Δεν είμαι πρίγκιπας εγώ, μονάχα ο θάνατος σου»
«Κρίμα μεγάλ’ ο πόνος μου, κρίμα το βάσανο μου
το νυφικό μου φόρεμα να ‘ναι το σάβανο μου
Πάει όλη η ομορφάδα μου, και τη ζωή μου χάνω
Άδικα όπως στερήθηκα τον κόσμο των επάνω»