Έαν ξέρεις τι φταίει, είσαι σε καλό δρόμο.
Γιατί έτσι όπως το έκοψα το ποίημα σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να λέει σε μια στροφή του, ότι ξέρεις τι φταίει αλλά και δεν ξέρεις τι φταίει.
Να σου κάνω copy paste και από ένα κείμενο. Διοτίμα-Σωκράτης.
Γιατί κι εγώ σχεδόν κάτι τέτοια έλεγα σ’ αυτήν, σαν αυτά, που τώρα λέγει σε μένα ο Αγάθων, πως ο Έρωτας είναι μεγάλος θεός και πως είναι από τα όμορφα. Κι εκείνη με αντίκρουσε με τα ίδια επιχειρήματα, σαν αυτά, που εγώ τώρα αντικρούω αυτόν, πως ούτε όμορφος είναι κατά τα λεγόμενά μου, ούτε καλός. Και εγώ είπα «πως το λες αυτό Διοτίμα; Άσχημος λοιπόν είναι ο Έρως και κακός;» Και εκείνη είπε «δεν έχεις καλό λόγο να ειπείς; Η νομίζεις, πως ό,τι δεν είναι όμορφο είναι ανάγκη να είναι άσχημο;». Και βέβαια», είπα εγώ. «Και στ’ αλήθεια, ό,τι δεν είναι σοφό είναι άμαθο;» Η δεν έχεις καταλάβει, πως υπάρχει κάτι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια;» . «Τι είναι αυτό;». «Το να’χεις ορθή γνώμη χωρίς να μπορείς να δώσεις λόγο, δεν γνωρίζεις, είπε εκείνη, πως μήτε γνώση είναι (γιατί άλογο πράγμα πως θα ήταν γνώση;) μήτε αμάθεια; Είναι δα σχεδόν κάτι τέτοιο η ορθή γνώμη, ανάμεσα στη γνώση και στην αμάθεια». «Αληθινά λέγεις», είπα εγώ. – «Μη θέλεις λοιπόν σώνει και καλά, ό,τι δεν είναι όμορφο να είναι άσχημο, μήτε ότι δεν είναι καλό να είναι κακό. Έτσι λοιπόν και για τον Έρωτα, αφού μόνος σου ομολογείς πως δεν είναι καλός μήτε όμορφος, να μη νομίζεις, πως πρέπει για αυτό να είναι άσχημος και κακός, αλλά κάτι ανάμεσα σ’ αυτά, είπε εκείνη. «Και όμως, είπα εγώ, δέχονται όλοι πως είναι μεγάλος θεός». «Εννοείς, είπε, όλους τους ανίδεους ή και εκείνους, που έχουν γνώση;». «Όλους μαζί, βέβαια». Και εκείνη τότε γέλασε «και πως, είπε, Σωκράτη, δέχονται όλοι, ότι είναι μεγάλος θεός, αυτοί που λένε, πως ούτε θεός δεν είναι;». «Ποιοι είναι αυτοί;» είπα εγώ. «Ένας βέβαια, είπε, εσύ και μία εγώ». Κι εγώ είπα «πως το εννοείς αυτό;» Κι εκείνη είπε «πολύ απλά». Πες μου λοιπόν, όλοι οι θεοί δεν δέχεσαι, πως είναι ευτυχισμένοι και όμορφοι; Η θα τολμούσες να ειπείς, πως κάποιος από τους θεούς δεν είναι όμορφος και ευτυχισμένος;». «Εγώ όχι, μα τον Δία», είπα. «Και ευτυχισμένους δα δεν εννοείς όσους έχουν τα καλά και τα όμορφα;». «Βέβαια». «Έχεις όμως ομολογήσει, πως ο Έρως επειδή δεν έχει τα καλά και τα όμορφα επιθυμεί ακριβώς αυτά που δεν έχει». «Το ομολόγησα βέβαια». «Και πως λοιπόν θα ήτανε θεός εκείνος, που του λείπουν τα όμορφα και τα καλά;». «Με κανέναν τρόπο, καθώς φαίνεται». «Βλέπεις λοιπόν, είπε, πως και συ τον Έρωτα δεν τον πιστεύεις για θεό;». «Τι λοιπόν, είπα, να είναι ο Έρως; θνητός;». «Κάθε άλλο». «Αλλά τι τότε;». «Σαν τα προηγούμενα παραδείγματα, είναι, είπε, κάτι ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο». «Δηλαδή τι, Διοτίμα;». «Μεγάλος δαίμονας, Σωκράτη». Γιατί κάθε δαιμονικό είναι ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο».