Κείνη τη νύχτα έμαθα τι είναι το σώμα να μην γνωρίζει
Τι σημαίνει θέλω, έχω ανάγκη, ποθώ…
Κ σαν ξένο να μετρά το διπλανό, γνώριμο σώμα
Του ερωτικού συντρόφου… που μέχρι τότε θαύμαζε όπως
Τα αστέρια
Κείνη τη νύχτα έμαθα τι είναι το δάκρυ ακατάπαυστα
Να κιλά σε ανέκφραστο πρόσωπο…
Να ξελογιάζει κάθε ελπίδα που κρύβεις μέσα σου, σαν απόκρυφο κώδικα,
Κ να στη μετατρέπει σε ματαιότητα… σε μία ανήθικη κ κενή ματαιότητα…
Κείνη τη νύχτα έμαθα τι είναι το βράδυ να ξυπνάς
Κ να θες να φωνάξεις βοήθεια, ΒΟΗΘΕΙΑ…
Να ουρλιάζει μέσα σου η λέξη…
Κ ότι δειλά πας επιτέλους να την αρθρώσεις
τελικά να πνίγεται από το θέλω, το πρέπει κ το είναι αναγκαίο
να φανώ δυνατή.
Κείνη τη νύχτα έμαθα τι είναι να τρέφεις φρούδες ελπίδες
Ότι όλα είναι ένα ψέμα τεράστιο, ένας εφιάλτης…
Κι ενώ φλέγεσαι στην πομπώδη κ αδάμαστη φωτιά του
Ν Νιώθεις πως παγώνεις…
Κ μαζεύεσαι…κουλουριάζεσαι σαν το βρέφος,
τρέμεις…παγώνεις.
Κείνη τη νύχτα έμαθα τι είναι να νιώθεις τον φόβο
Ότι έχασες τα πάντα…τα πάντα…
Κ να μην μπορείς να το πεις, να μην έχεις τις λέξεις
Τις κατάλληλες.
Ώσπου αποφασίζεις να τις «κλέψεις» από τους λεξιπλάστες…
Αλλά τελικά δεν το κάνεις.
Γιατί, όπως κατάλαβα ΤΟΥΤΗ τη νύχτα,
Ο πόνος είναι ένα εγωιστικό συναίσθημα…
Δεν φτάνει μόνο ένα πονάω…
Θέλει κ ένα «εγώ» μπροστά του…
Γιατί αλλιώς δεν ανήκει σε εσένα,
Καθώς ποτέ σου δεν το επέβαλλες σαν δικό σου δικαίωμα κ ανάγκη
τίποτα περισσότερο δεν μπορώ να κάνω, Αλμα μου,
από το να γράφω τις σκεψεις μου...
Καληνύχτα κούκλα μ...
ΑLMA LIBRE... ,πλέον, εντελώς...!